Μινύαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag

Menander, Monostichoi, 140
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶν ([[οἱ]]) :<br />les Minyes, <i>tribu éol. primit. en Thessalie, postér. près d'Orchomène en Béotie, descendants de Minyas</i>.<br />'''Étymologie:'''.
|btext=ῶν ([[οἱ]]) :<br />les Minyes, <i>tribu éol. primit. en Thessalie, postér. près d'Orchomène en Béotie, descendants de Minyas</i>.<br />'''Étymologie:'''.
}}
{{elru
|elrutext='''Μῐνύαι:''' ῶν, ион. έων, дор. ᾶν οἱ минии (эолийское племя, жившее сначала в Фессалии, а затем в области Орхомена в Беотии Pind.) Her. etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Μῐνύαι:''' οἱ, Μινύες, [[φυλή]] ευγενών στον Ορχομενό, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. [[Μινύειος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μινύες, σε Ομήρ. Ιλ.· Επικ. επίσης [[Μινυήϊος]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''Μῐνύαι:''' οἱ, Μινύες, [[φυλή]] ευγενών στον Ορχομενό, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. [[Μινύειος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μινύες, σε Ομήρ. Ιλ.· Επικ. επίσης [[Μινυήϊος]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''Μῐνύαι:''' ῶν, ион. έων, дор. ᾶν οἱ минии (эолийское племя, жившее сначала в Фессалии, а затем в области Орхомена в Беотии Pind.) Her. etc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Μῐνύαι, ῶν, αἱ,<br />the Minyans, a [[race]] of nobles in [[Orchomenos]], Hdt., etc
|mdlsjtxt=Μῐνύαι, ῶν, αἱ,<br />the Minyans, a [[race]] of nobles in [[Orchomenos]], Hdt., etc
}}
}}

Revision as of 12:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μῐνύαι Medium diacritics: Μινύαι Low diacritics: Μινύαι Capitals: ΜΙΝΥΑΙ
Transliteration A: Minýai Transliteration B: Minyai Transliteration C: Minyai Beta Code: *minu/ai

English (LSJ)

[ῠ], οἱ, Minyans, a race of heroes in Orchomenos, Pi.O.14.4, Hdt.1.146; used of the Argonauts, Pi.P.4.69, A.R.1.229, Orph. A.375,al.: in sg. as a hero or god, Ἑρμῇ καὶ Μινύᾳ IG7.3218 (Orchom.): —Adj. Μινύειος [ῠ], α, ον, Minyan, Ὀρχομενὸς Μινύειος Il.2.511, Od.11.284; Ep. Μινυήϊος Il.11.722, Hes.Fr.144.4:—fem. Μινυηΐς, ΐδος, ἡ, A.R.1.233.

French (Bailly abrégé)

ῶν (οἱ) :
les Minyes, tribu éol. primit. en Thessalie, postér. près d'Orchomène en Béotie, descendants de Minyas.
Étymologie:.

Russian (Dvoretsky)

Μῐνύαι: ῶν, ион. έων, дор. ᾶν οἱ минии (эолийское племя, жившее сначала в Фессалии, а затем в области Орхомена в Беотии Pind.) Her. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Μῐνύαι: οἱ, γενεά τις εὐγενῶν ἐν Ὀρχομενῷ, Ἡρόδ. 1. 146, Πίνδ.· καθ’ ἑνικ., ὡς ἥρως τις ἢ θεός, Ἑρμῇ καὶ Μινύᾳ Ἐπιγραφ. Ὀρχομ. παρὰ Keil σ. 77· - ἐπίθ., Μινύειος, α, ον, ὁ εἰς τοὺς Μινύας ἀνήκων, Ὀρχομενὸς Μ. Ἰλ. Β. 511· Ἐπικ. ὡσαύτως Μινυήϊος Λ. 721, Ὀδ. Λ. 283, Ἡσ.· ἀνώμαλ. θηλ. Μινυηΐς, ίδος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 233· - ἴδε Μυλλέρου Orchomenos und die Minyer.

English (Slater)

Μῐνῡαι
a an ancient Boiotian folk, living around Orchomenos. Χάριτες Ἐρχομενοῦ, παλαιγόνων Μινυᾶν ἐπίσκοποι (O. 14.4)
b the Argonauts. μετὰ γὰρ κεῖνο (= τὸ πάγχρυσον νάκος) πλευσάντων Μινυᾶν (P. 4.69)

Greek Monolingual

Μινύαι, αἱ (Α)
1. γενεά ηρώων στον Ορχομενό
2. (στον εν.) ὁ Μινύας
ονομασία ήρωα ή θεού.

Greek Monotonic

Μῐνύαι: οἱ, Μινύες, φυλή ευγενών στον Ορχομενό, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. Μινύειος, , -ον, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μινύες, σε Ομήρ. Ιλ.· Επικ. επίσης Μινυήϊος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

Μῐνύαι, ῶν, αἱ,
the Minyans, a race of nobles in Orchomenos, Hdt., etc