εὐηχής: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />au bruit harmonieux <i>ou</i> sonore.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἦχος]].
|btext=ής, ές :<br />au bruit harmonieux <i>ou</i> sonore.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἦχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐηχής:''' дор. [[εὐαχής|εὐᾱχής]] 2 (сладко)звучный, мелодичный ([[ὕμνος]] Pind.; [[ὄργανον]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐηχής]], -ές (ΑΜ) (Α και δωρ. τ. [[εὐαχής]], -ές)<br /><b>1.</b> ο [[εύηχος]] («εὐαχέα ὕμνον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει αρμονική [[φωνή]], ο [[εύφωνος]] («ἵνα τορόν τε καὶ εὐηχὲς φθέγξηται», Συν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ηχή</i> ή [[ήχος]] (<i>το</i>) «[[ήχος]]»].
|mltxt=[[εὐηχής]], -ές (ΑΜ) (Α και δωρ. τ. [[εὐαχής]], -ές)<br /><b>1.</b> ο [[εύηχος]] («εὐαχέα ὕμνον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει αρμονική [[φωνή]], ο [[εύφωνος]] («ἵνα τορόν τε καὶ εὐηχὲς φθέγξηται», Συν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ηχή</i> ή [[ήχος]] (<i>το</i>) «[[ήχος]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐηχής:''' дор. [[εὐαχής|εὐᾱχής]] 2 (сладко)звучный, мелодичный ([[ὕμνος]] Pind.; [[ὄργανον]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 13:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐηχής Medium diacritics: εὐηχής Low diacritics: ευηχής Capitals: ΕΥΗΧΗΣ
Transliteration A: euēchḗs Transliteration B: euēchēs Transliteration C: evichis Beta Code: eu)hxh/s

English (LSJ)

Dor. εὐᾱχης, ές, well-sounding, tuneful, ὕμνος Pi.P.2.14; ὑμέναιος Call.Del.296; ὄργανον Plu.2.437d; euphonious, Phld. Po.2.3.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
au bruit harmonieux ou sonore.
Étymologie: εὖ, ἦχος.

Russian (Dvoretsky)

εὐηχής: дор. εὐᾱχής 2 (сладко)звучный, мелодичный (ὕμνος Pind.; ὄργανον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐηχής: Δωρ. εὐᾱχής, ές, καλῶς ἠχῶν, εὔηχος, Πινδ. Π. 2. 25, Καλλ. εἰς Δῆλ. 296, Πλούτ. 2. 437D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐηχές· εὔφωνον, εὔφημον».

Greek Monolingual

εὐηχής, -ές (ΑΜ) (Α και δωρ. τ. εὐαχής, -ές)
1. ο εύηχος («εὐαχέα ὕμνον», Πίνδ.)
2. αυτός που παράγει αρμονική φωνή, ο εύφωνος («ἵνα τορόν τε καὶ εὐηχὲς φθέγξηται», Συν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηχή ή ήχος (το) «ήχος»].