θυσιάζω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=offrir un sacrifice.<br />'''Étymologie:''' [[θυσία]]. | |btext=offrir un sacrifice.<br />'''Étymologie:''' [[θυσία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θῠσιάζω:''' [[совершать жертвоприношения]], [[приносить жертвы]] (τινί Luc.; θεῷ Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θῠσιάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[προσφέρω]] [[θυσία]], σε Λυσ. | |lsmtext='''θῠσιάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[προσφέρω]] [[θυσία]], σε Λυσ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=θῠσιάζω, fut. -σω<br />to [[sacrifice]], Lys.. | |mdlsjtxt=θῠσιάζω, fut. -σω<br />to [[sacrifice]], Lys.. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 3 October 2022
English (LSJ)
sacrifice, μῆλα Strato Com.1.21; θυσίαν, θυσίασμα, LXX 2 Ch.7.5, 2 Es.6.3; ὑπέρ τινος dub. l. in Lys.6.4; ὑπὲρ τοῦ δήμου OGI339.36 (Sestos, ii B.C.); τῷ Διὶ ὑπὲρ τῶν πλοϊζομένων ib.199.36 (Adule); θ. τῷ θεῷ καὶ βακχεύειν D.S.4.3: abs., LXX 1 Ch.21.28, al., IG3.74.16, etc.: θυσιάζουσαι, αἱ, title of mime by Herodas.
German (Pape)
[Seite 1228] opfern; μῆλα Strato bei Ath. VIII, 382 e; ἱερεῖα Luc. Hermot. 57; a. Sp., wie D. Sic. 4, 3.
French (Bailly abrégé)
offrir un sacrifice.
Étymologie: θυσία.
Russian (Dvoretsky)
θῠσιάζω: совершать жертвоприношения, приносить жертвы (τινί Luc.; θεῷ Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
θῠσιάζω: μέλλ. -άσω, ὡς τὸ θύω, ὡς καὶ νῦν, βοῦν, μῆλα Στράτων παρ’ Ἀθην. 382Ε· ὑπέρ τινος Λυσ. 103. 31. 2) θ. τινί, προσφέρω ὡς θυσίαν εἴς τινα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2423b· τινὶ ὑπέρ τινος 5127Β. 37· θ. τῷ θεῷ καὶ βακχεύειν Διόδ. 4. 3. 3) μετ’ αἰτ., τοὺς... βωμοὺς θ., θυσιάζω ἐπὶ τῶν β., ὁ αὐτ. ἐν τοῖς Ἀποσπ. 602. 40.
Spanish
Greek Monolingual
(ΑΜ θυσιάζω) θυσία
προσφέρω κάτι ως θυσία («ο Αγαμέμνων θυσίασε την Ιφιγένεια στην Άρτεμι»)
νεοελλ.
1. στερούμαι οικειοθελώς κάτι για χάρη κάποιου άλλου
2. πουλώ τόσο φθηνά σαν να χαρίζω κάτι («πες πως θυσίασα το κτήμα και όχι πως το πούλησα»)
3. μέσ. θυσιάζομαι
α) είμαι έτοιμος να υποστώ χωρίς ιδιοτέλεια τα πάντα για χάρη κάποιου άλλου
β) πεθαίνω για κάποιο σκοπό («θυσιάστηκε για την πατρίδα»).
Greek Monotonic
θῠσιάζω: μέλ. -σω, προσφέρω θυσία, σε Λυσ.
Middle Liddell
θῠσιάζω, fut. -σω
to sacrifice, Lys..