εὐόργητος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />irascible.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὀργάω]]. | |btext=ος, ον :<br />irascible.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὀργάω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐόργητος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[спокойный]], [[уравновешенный]] (εὐ. καὶ [[πρᾶος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[склонный к гневу]], [[вспыльчивый]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐόργητος:''' -ον ([[ὀργή]]), αυτός που φέρεται με ήπιο τρόπο· επίρρ. <i>-τως</i>, με ήπιο τρόπο, ήπια, σε Θουκ. | |lsmtext='''εὐόργητος:''' -ον ([[ὀργή]]), αυτός που φέρεται με ήπιο τρόπο· επίρρ. <i>-τως</i>, με ήπιο τρόπο, ήπια, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=εὐ-όργητος, ον [[ὀργή]]<br />[[good]]-tempered:—adv. -τως, with [[good]] [[temper]], Thuc. | |mdlsjtxt=εὐ-όργητος, ον [[ὀργή]]<br />[[good]]-tempered:—adv. -τως, with [[good]] [[temper]], Thuc. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, good-tempered, ἤθεα Hp.Aër.12 (Comp.); εὐόργητος πρὸς τὸ πρέπον Gorg.Fr.6 D.; τοῖς κόλαξι… εὐόργητος Eub.25; τὸ εὐόργητον καὶ πρᾶον Arist.MM1186a23, cf. Plu.2.413c. Adv. εὐοργήτως προσομιλεῖν τῷ πολέμῳ = with good temper, opp. ὀργισθείς, Th.1.122.
German (Pape)
[Seite 1085] 11 von guter Sinnesart, wohlgesinnt, τοῖς κόλαξι Eubul. bei Ath. VI, 260 d. – 2) leicht in Zorn zu bringen, Ggstz πρᾶος, Plut. defect. orac. 7; vgl. Valcken. zu Eur. Hipp. p. 276. – Adv., εὐοργήτως τινὶ ὁμιλήσας, im Ggstz von ὀργισθείς, leidenschaftslos, Thuc. 1, 122.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
irascible.
Étymologie: εὖ, ὀργάω.
Russian (Dvoretsky)
εὐόργητος:
1) спокойный, уравновешенный (εὐ. καὶ πρᾶος Arst.);
2) склонный к гневу, вспыльчивый Plut.
Greek (Liddell-Scott)
εὐόργητος: -ον, (ὀργὴ) ὁ εὐμενῶς φερόμενος, «ὁ τῇ ὀργῇ εὖ χρώμενος» (Ἡσύχ.), Ἱππ. π. Ἀέρ. 288· τοῖς κόλαξι... εὐόργητος Εὔβουλος ἐν «Διονυσίῳ» 1. 3. - Ἐπίρρ., εὐοργήτως προσομιλεῖν τῷ πολέμῳ, μὲ ἤπιον τρόπον, ἠπίως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀργισθείς, Θουκ. 1. 122. ΙΙ. ὁ εὐκόλως εἰς ὀργὴν κινούμενος, πλήρης ὀργῆς, Πλούτ. 2. 413C.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐόργητος, -ον)
αυτός που οργίζεται εύκολα, ο οξύθυμος («εὐόργητος γάρ ἐστι καὶ οὐ πρᾱος»)
αρχ.
1. αυτός που φέρεται με πραότητα, ο ήρεμος («εὐόργητος πρὸς τὸ πρέπον», Γοργ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόργητον
η ευοργησία, η πραότητα.
επίρρ...
εὐοργήτως (Α)
με ηπιότητα, με πραότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -οργητος (< οργή «διάθεση, ιδιοσυγκρασία»), πρβλ. δυσόργητος, θεόργητος].
Greek Monotonic
εὐόργητος: -ον (ὀργή), αυτός που φέρεται με ήπιο τρόπο· επίρρ. -τως, με ήπιο τρόπο, ήπια, σε Θουκ.
Middle Liddell
εὐ-όργητος, ον ὀργή
good-tempered:—adv. -τως, with good temper, Thuc.