κακοδοξία: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br />mauvaise réputation.<br />'''Étymologie:''' [[κακόδοξος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />mauvaise réputation.<br />'''Étymologie:''' [[κακόδοξος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κᾰκοδοξία''': , κακὴ [[φήμη]], [[δυσφημία]], Ξεν. Ἀπολλ. 31, Πλάτ. Πολ. 361C. ΙΙ. κακὴ [[δοξασία]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ὀρθοδοξία]], Κλήμ. Ἀλ, ΙΙ. 424Α, Εὐστ. Ἀντιοχ. 660Α, Εὐσ. VI. 920Β, Ἀθαν. Ι. 425D, Βασιλ. IV. 424C.
|elnltext=κακοδοξία -ας, ἡ [κακόδοξος] slechte reputatie.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκοδοξία:''' ἡ [[дурная слава]], [[бесславие]] Xen., Plat., Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κᾰκοδοξία:''' ἡ, κακή [[φήμη]], [[αισχρότητα]], [[προστυχιά]], [[ατιμία]], σε Ξεν., Πλάτ.
|lsmtext='''κᾰκοδοξία:''' ἡ, κακή [[φήμη]], [[αισχρότητα]], [[προστυχιά]], [[ατιμία]], σε Ξεν., Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰκοδοξία:''' ἡ [[дурная слава]], [[бесславие]] Xen., Plat., Plut.
|lstext='''κᾰκοδοξία''': , κακὴ [[φήμη]], [[δυσφημία]], Ξεν. Ἀπολλ. 31, Πλάτ. Πολ. 361C. ΙΙ. κακὴ [[δοξασία]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ὀρθοδοξία]], Κλήμ. Ἀλ, ΙΙ. 424Α, Εὐστ. Ἀντιοχ. 660Α, Εὐσ. VI. 920Β, Ἀθαν. Ι. 425D, Βασιλ. IV. 424C.
}}
{{elnl
|elnltext=κακοδοξία -ας, [κακόδοξος] slechte reputatie.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοδοξία Medium diacritics: κακοδοξία Low diacritics: κακοδοξία Capitals: ΚΑΚΟΔΟΞΙΑ
Transliteration A: kakodoxía Transliteration B: kakodoxia Transliteration C: kakodoksia Beta Code: kakodoci/a

English (LSJ)

ἡ, A bad repute, X.Ap.31, Pl.R.361c. II heretical opinion, Just.Nov.109Praef.

German (Pape)

[Seite 1299] ἡ, schlechter Ruf; Plat. Rep. II, 361 c, Xen. Apol. 31. – Bei K. S. verkehrte Ansicht, Ggstz ὀρθοδοξία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mauvaise réputation.
Étymologie: κακόδοξος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοδοξία -ας, ἡ [κακόδοξος] slechte reputatie.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοδοξία:дурная слава, бесславие Xen., Plat., Plut.

Greek Monolingual

η (AM κακοδοξία) κακόδοξος
αιρετική θρησκευτική δοξασία
αρχ.
κακή φήμη, ανυποληψία.

Greek Monotonic

κᾰκοδοξία: ἡ, κακή φήμη, αισχρότητα, προστυχιά, ατιμία, σε Ξεν., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοδοξία: ἡ, κακὴ φήμη, δυσφημία, Ξεν. Ἀπολλ. 31, Πλάτ. Πολ. 361C. ΙΙ. κακὴ δοξασία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀρθοδοξία, Κλήμ. Ἀλ, ΙΙ. 424Α, Εὐστ. Ἀντιοχ. 660Α, Εὐσ. VI. 920Β, Ἀθαν. Ι. 425D, Βασιλ. IV. 424C.

Middle Liddell

κᾰκοδοξία, ἡ,
bad repute, infamy, Xen., Plat. [from κᾰκόδοξος]

English (Woodhouse)

disgrace, infamy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)