κορακῖνος: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> jeune corbeau;<br /><b>2</b> coracin, <i>poisson de mer, ou du Nil</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κόραξ]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> jeune corbeau;<br /><b>2</b> coracin, <i>poisson de mer, ou du Nil</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κόραξ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κορᾰκῖνος''': , ([[κόραξ]]) [[μικρός]], [[νέος]] [[κόραξ]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 1053. ΙΙ. ἰχθύς τις [[ὅμοιος]] τῇ πέρκῃ, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 560, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 308 κἑξ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1, κ. ἀλλ.· φέρεται κοράκινοι παρ’ Ἐπιχάρμ. 28 Ahr.· ― ἰδίως εὑρισκόμενος ἐν τῷ Νείλῳ, Στράβ. 823, Πλίν.· καλούμενος [[οὕτως]] ἐκ τοῦ μέλανος [[αὐτοῦ]] χρώματος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 133· ἢ κατὰ τὸν Ἀθήν. 309, ἀπὸ τοῦ κόρας κινεῖν! πρβλ. κορᾰκῑνίδιον.
|elnltext=κορακῖνος -ου, ὁ [κόραξ] jonge raaf. kleine donkere zeevis, missch. ombervis.
}}
{{elru
|elrutext='''κορᾰκῖνος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[вороненок]], [[молодой ворон]] Arph.;<br /><b class="num">2)</b> [[вороненок]] (морская рыба черного цвета) Arph., Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κορᾰκῖνος:''' ὁ ([[κόραξ]]), νεαρό [[κοράκι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κορᾰκῖνος:''' ὁ ([[κόραξ]]), νεαρό [[κοράκι]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κορᾰκῖνος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[вороненок]], [[молодой ворон]] Arph.;<br /><b class="num">2)</b> [[вороненок]] (морская рыба черного цвета) Arph., Arst.
|lstext='''κορᾰκῖνος''': , ([[κόραξ]]) [[μικρός]], [[νέος]] [[κόραξ]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 1053. ΙΙ. ἰχθύς τις [[ὅμοιος]] τῇ πέρκῃ, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 560, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 308 κἑξ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1, κ. ἀλλ.· φέρεται κοράκινοι παρ’ Ἐπιχάρμ. 28 Ahr.· ― ἰδίως εὑρισκόμενος ἐν τῷ Νείλῳ, Στράβ. 823, Πλίν.· καλούμενος [[οὕτως]] ἐκ τοῦ μέλανος [[αὐτοῦ]] χρώματος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 133· ἢ κατὰ τὸν Ἀθήν. 309, ἀπὸ τοῦ κόρας κινεῖν! πρβλ. κορᾰκῑνίδιον.
}}
{{elnl
|elnltext=κορακῖνος -ου, [κόραξ] jonge raaf. kleine donkere zeevis, missch. ombervis.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κορᾰκῖνος, ὁ, [[κόραξ]]<br />a [[young]] [[raven]], Ar.
|mdlsjtxt=κορᾰκῖνος, ὁ, [[κόραξ]]<br />a [[young]] [[raven]], Ar.
}}
}}

Revision as of 20:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορακῖνος Medium diacritics: κορακῖνος Low diacritics: κορακίνος Capitals: ΚΟΡΑΚΙΝΟΣ
Transliteration A: korakînos Transliteration B: korakinos Transliteration C: korakinos Beta Code: koraki=nos

English (LSJ)

ὁ, A young raven, Ar. Eq.1053. 2 = κορακίας, Hsch. II a fish, Epich.44, Ar.Lys. 560, Philyll.13.3, Alex.18, Numen. ap. Ath.7.308e, Arist.HA610b5; found in the Nile, Str.17.2.4, J.BJ3.10.8, PFay.116.4 (ii A. D.); so called from its black colour, Opp.H.1.133; acc. to Ath.7.309a διὰ τὸ τὰς κόρας κινεῖν.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 jeune corbeau;
2 coracin, poisson de mer, ou du Nil.
Étymologie: κόραξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορακῖνος -ου, ὁ [κόραξ] jonge raaf. kleine donkere zeevis, missch. ombervis.

Russian (Dvoretsky)

κορᾰκῖνος:
1) вороненок, молодой ворон Arph.;
2) вороненок (морская рыба черного цвета) Arph., Arst.

Greek Monolingual

κορακῑνος, ὁ (ΑM)
είδος θαλάσσιου ψαριού που ονομάστηκε έτσι για το μαύρο χρώμα του («ὅλως δὲ ἀγελαῑά ἐστι τὰ τοιάδε
θυννίδες... κορακῑνοι», Αριστοτ.)
αρχ.
1. μικρός κόρακας, κορακόπουλο
2. (κατά τον Ησύχ.) κορακίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + κατάλ. -ῖνος (πρβλ. κυπρίνος, χυτρίνος)].

Greek Monotonic

κορᾰκῖνος: ὁ (κόραξ), νεαρό κοράκι, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κορᾰκῖνος: ὁ, (κόραξ) μικρός, νέος κόραξ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1053. ΙΙ. ἰχθύς τις ὅμοιος τῇ πέρκῃ, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 560, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 308 κἑξ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1, κ. ἀλλ.· φέρεται κοράκινοι παρ’ Ἐπιχάρμ. 28 Ahr.· ― ἰδίως εὑρισκόμενος ἐν τῷ Νείλῳ, Στράβ. 823, Πλίν.· καλούμενος οὕτως ἐκ τοῦ μέλανος αὐτοῦ χρώματος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 133· ἢ κατὰ τὸν Ἀθήν. 309, ἀπὸ τοῦ κόρας κινεῖν! πρβλ. κορᾰκῑνίδιον.

Middle Liddell

κορᾰκῖνος, ὁ, κόραξ
a young raven, Ar.