καταθαρσύνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 13: Line 13:
|btext=encourager contre;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταθαρσύνομαι montrer de la hardiesse contre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[θαρσύνω]].
|btext=encourager contre;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταθαρσύνομαι montrer de la hardiesse contre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[θαρσύνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταθαρσύνω''': παραθαρρύνω τινὰ [[πρός]] τι, τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Πλουτ. Λούκουλλ. 29.― Παθητ., ἐν τῷ τύπῳ καταθρασύνομαι,= τῷ προηγ., Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 2, Διογ. Λ. 2. 127· μετὰ γεν., Θεμίστ. 464. 10 Δινδ.
|elnltext=κατα-θαρσύνω of κατα-θρασύνω act. bemoedigen:. τινὰ πρὸς τὸ μέλλον iem. moed inspreken voor de toekomst Plut. Luc. 29.2.2. med. vol vertrouwen zijn.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 22:
|lsmtext='''καταθαρσύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, [[ενθαρρύνω]] ή [[παροτρύνω]], [[εξωθώ]] κάποιον σε [[κάτι]], <i>τινὰπρὸς τὸ [[μέλλον]]</i>, σε Πλούτ. — Παθ., στον τύπο [[καταθρασύνομαι]], σε Λουκ.
|lsmtext='''καταθαρσύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, [[ενθαρρύνω]] ή [[παροτρύνω]], [[εξωθώ]] κάποιον σε [[κάτι]], <i>τινὰπρὸς τὸ [[μέλλον]]</i>, σε Πλούτ. — Παθ., στον τύπο [[καταθρασύνομαι]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=κατα-θαρσύνω of κατα-θρασύνω act. bemoedigen:. τινὰ πρὸς τὸ μέλλον iem. moed inspreken voor de toekomst Plut. Luc. 29.2.2. med. vol vertrouwen zijn.
|lstext='''καταθαρσύνω''': παραθαρρύνω τινὰ [[πρός]] τι, τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Πλουτ. Λούκουλλ. 29.― Παθητ., ἐν τῷ τύπῳ καταθρασύνομαι,= τῷ προηγ., Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 2, Διογ. Λ. 2. 127· μετὰ γεν., Θεμίστ. 464. 10 Δινδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ῠνῶ<br />to [[embolden]] or [[encourage]] [[against]], τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Plut.:—Pass., in [[form]] [[καταθρασύνομαι]], Luc.
|mdlsjtxt=fut. ῠνῶ<br />to [[embolden]] or [[encourage]] [[against]], τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Plut.:—Pass., in [[form]] [[καταθρασύνομαι]], Luc.
}}
}}

Revision as of 18:01, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταθαρσύνω Medium diacritics: καταθαρσύνω Low diacritics: καταθαρσύνω Capitals: ΚΑΤΑΘΑΡΣΥΝΩ
Transliteration A: katatharsýnō Transliteration B: katatharsynō Transliteration C: katatharsyno Beta Code: kataqarsu/nw

English (LSJ)

embolden, encourage against, τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Plu. Luc. 29 ; — Pass., in form καταθρασύνομαι, = καταθαρσέω (be confident, looking forward confidently to, make bold to, behave boldly against, be confirmed), Ph. 1.41, Luc. DMort. 21.2, DL. 2.127 ; c. gen., πρὸς τοὺς ἀλόγως καταθαρσυνομένους τῶν ἐν τοῖς πολλοῖς δοξαζομένων, title of work by Polystr., cf. Them. Or. 34 p. 464D.

French (Bailly abrégé)

encourager contre;
Moy. καταθαρσύνομαι montrer de la hardiesse contre.
Étymologie: κατά, θαρσύνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-θαρσύνω of κατα-θρασύνω act. bemoedigen:. τινὰ πρὸς τὸ μέλλον iem. moed inspreken voor de toekomst Plut. Luc. 29.2.2. med. vol vertrouwen zijn.

Greek Monolingual

καταθαρσύνω (AM, Μ και καταθαρρύνω)
1. ενθαρρύνω, εμψυχώνω
2. παθ. καταθαρσύνομαι
εμπιστεύομαι, δίνω πίστη σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + θαρσύνω «ενθαρρύνω» (< θάρσος)].

Greek Monotonic

καταθαρσύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, ενθαρρύνω ή παροτρύνω, εξωθώ κάποιον σε κάτι, τινὰπρὸς τὸ μέλλον, σε Πλούτ. — Παθ., στον τύπο καταθρασύνομαι, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

καταθαρσύνω: παραθαρρύνω τινὰ πρός τι, τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Πλουτ. Λούκουλλ. 29.― Παθητ., ἐν τῷ τύπῳ καταθρασύνομαι,= τῷ προηγ., Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 2, Διογ. Λ. 2. 127· μετὰ γεν., Θεμίστ. 464. 10 Δινδ.

Middle Liddell

fut. ῠνῶ
to embolden or encourage against, τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Plut.:—Pass., in form καταθρασύνομαι, Luc.