νεάω: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />donner le premier labour à une terre en jachère.<br />'''Étymologie:''' [[νεός]]¹.
|btext=-ῶ :<br />donner le premier labour à une terre en jachère.<br />'''Étymologie:''' [[νεός]]¹.
}}
{{elru
|elrutext='''νεάω:''' (только praes.) вздваивать пар, вторично вспахивать (ἀγρούς Arph.): νεωμένη (sc. γῆ) Hes. вздвоенный пар.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεάω:''' ([[νειός]]), μέλ. <i>-άσω</i>, [[οργώνω]] καινούριο, ακαλλιέργητο ως [[τώρα]], [[χωράφι]]· λέγεται για χέρσα γη, Λατ. agros novare, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>νεωμένη</i> (ενν. <i>γῆ</i>), γη που έχει οργωθεί εκ νέου, [[αφού]] για κάμποσο [[χρονικό]] [[διάστημα]] παρέμενε ακαλλιέργητη, Λατ. [[novale]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''νεάω:''' ([[νειός]]), μέλ. <i>-άσω</i>, [[οργώνω]] καινούριο, ακαλλιέργητο ως [[τώρα]], [[χωράφι]]· λέγεται για χέρσα γη, Λατ. agros novare, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>νεωμένη</i> (ενν. <i>γῆ</i>), γη που έχει οργωθεί εκ νέου, [[αφού]] για κάμποσο [[χρονικό]] [[διάστημα]] παρέμενε ακαλλιέργητη, Λατ. [[novale]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεάω:''' (только praes.) вздваивать пар, вторично вспахивать (ἀγρούς Arph.): νεωμένη (sc. γῆ) Hes. вздвоенный пар.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 14:46, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεάω Medium diacritics: νεάω Low diacritics: νεάω Capitals: ΝΕΑΩ
Transliteration A: neáō Transliteration B: neaō Transliteration C: neao Beta Code: nea/w

English (LSJ)

(νειός) plough up, of fallow land, ἢν νεᾶν βούλησθε… τοὺς ἀγρούς Ar.Nu.1117: metaph., τὰν μέσαν νεῶν ἄρουραν (in music) Pratin.Lyr.5: abs., Eup.13, Thphr.CP3.20.7: aor. 1 subj. νεάσωσι ib.3.20.8:—Pass., νεωμένη (sc. γῆ) land ploughed up, after lying fallow, Hes.Op.462.

German (Pape)

[Seite 235] erneuern, bes. ein neues Land od. Brachland umpflügen, ἀγρούς, Ar. Nub. 1118; absol., Theophr.; νεωμένη, sc. γῆ, neu aufgebrochenes Brachland, Hes. O. 464.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
donner le premier labour à une terre en jachère.
Étymologie: νεός¹.

Russian (Dvoretsky)

νεάω: (только praes.) вздваивать пар, вторично вспахивать (ἀγρούς Arph.): νεωμένη (sc. γῆ) Hes. вздвоенный пар.

Greek (Liddell-Scott)

νεάω: (νέος) ἀροτριῶ νέον ἀγρὸν ἢ πρὸς καιρὸν ἀφεθέντα ἀργόν, ἢν νεᾶν βούλησθε... τοὺς ἀγρούς, Λατ. agros novare, Ἀριστοφ. Νεφ. 1117· νεῶν ἄρουραν Πρατίν. 5· ἀπολ., Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 9, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 7: ἀόρ. α΄ ὑποτ. νεάσωσι αὐτόθι 8. - Παθ. νεωμένη (ἐξυπακ. γῆ) χωράφιον ἐκ νέου ἀροθέν, ἀφ’ οὗ ἐπί τινα καιρὸν ἔμεινεν ἀργόν, «νειάμα», Λατ. novale, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 460. Πρβλ. νεόω.

Greek Monotonic

νεάω: (νειός), μέλ. -άσω, οργώνω καινούριο, ακαλλιέργητο ως τώρα, χωράφι· λέγεται για χέρσα γη, Λατ. agros novare, σε Αριστοφ. — Παθ., νεωμένη (ενν. γῆ), γη που έχει οργωθεί εκ νέου, αφού για κάμποσο χρονικό διάστημα παρέμενε ακαλλιέργητη, Λατ. novale, σε Ησίοδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: plough up a fallow land
See also: s. νειός, auch νέος.

Middle Liddell

νεάω, fut. -άσω νέος
to plough up anew, of fallow land, Lat. agros novare, Ar.:—Pass., νεωμένη (sc. γῆ) land new-ploughed, Lat. novale, Hes.

Frisk Etymology German

νεάω: {neáō}
Meaning: ein Brachfeld bestellen, brachen
See also: s. νειός, auch νέος.
Page 2,297