μεταστρατοπεδεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=changer de campement.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[στρατοπεδεύω]].
|btext=changer de campement.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[στρατοπεδεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταστρᾰτοπεδεύω:''' тж. med. перемещать лагерь ([[ταχέως]] Polyb.; med. πρὸς τὸ [[ἄστυ]] Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταστρᾰτοπεδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[μεταφέρω]] το στρατόπεδό μου σε [[άλλη]] [[θέση]], [[αλλάζω]] [[στρατόπεδο]], σε Πολύβ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ξεν.
|lsmtext='''μεταστρᾰτοπεδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[μεταφέρω]] το στρατόπεδό μου σε [[άλλη]] [[θέση]], [[αλλάζω]] [[στρατόπεδο]], σε Πολύβ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταστρᾰτοπεδεύω:''' тж. med. перемещать лагерь ([[ταχέως]] Polyb.; med. πρὸς τὸ [[ἄστυ]] Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[shift]] one's [[ground]] or [[camp]], Polyb.:—so in Mid., Xen.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[shift]] one's [[ground]] or [[camp]], Polyb.:—so in Mid., Xen.
}}
}}

Revision as of 14:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταστρᾰτοπεδεύω Medium diacritics: μεταστρατοπεδεύω Low diacritics: μεταστρατοπεδεύω Capitals: ΜΕΤΑΣΤΡΑΤΟΠΕΔΕΥΩ
Transliteration A: metastratopedeúō Transliteration B: metastratopedeuō Transliteration C: metastratopedeyo Beta Code: metastratopedeu/w

English (LSJ)

shift one's ground or camp, Plb.3.112.2, D.S. 14.32, Plu.2.228d:—Med., X.Cyr.3.3.23; πρὸς τὸ ἄστυ Id.Ages.2.18; εἰς τὸν ἕτερον χάρακα D.H.9.6 (Act. as v.l.).

German (Pape)

[Seite 154] ein Heer in ein anderes Lager bringen, umlagern, u. ohne Object, ein anderes Lager beziehen, Pol. 3, 112, 2. 27, 8, 15; auch im med., Xen. Cyr. 3, 3, 23; πρὸς τὸ ἄστυ, Ages. 2, 18; – τινί, mit Einem im Lager stehen, App. B. C. 5, 122.

French (Bailly abrégé)

changer de campement.
Étymologie: μετά, στρατοπεδεύω.

Russian (Dvoretsky)

μεταστρᾰτοπεδεύω: тж. med. перемещать лагерь (ταχέως Polyb.; med. πρὸς τὸ ἄστυ Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταστρᾰτοπεδεύω: μετατοπίζω τὸ στρατόπεδόν μου, Πολύβ. 3. 112, 2· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ξεν. Κύρ. 3 3, 23· πρὸς τὸ ἄστυ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 2. 18, κτλ.

Greek Monolingual

μεταστρατοπεδεύω)
(ενεργ. και μέσ.) μεταφέρω το στρατόπεδό μου σε άλλη θέση, στρατοπεδεύω σε άλλο μέρος, αλλάζω στρατόπεδο («ἔδοξε πορρωτέρω μεταστρατοπεδεῦσαι καὶ καταλαβεῖν εὔυδρον χωρίον», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

μεταστρᾰτοπεδεύω: μέλ. -σω, μεταφέρω το στρατόπεδό μου σε άλλη θέση, αλλάζω στρατόπεδο, σε Πολύβ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. σω
to shift one's ground or camp, Polyb.:—so in Mid., Xen.