λίβος: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> goutte d'un liquide, <i>particul.</i> larme;<br /><b>2</b> sorte de gâteau.<br />'''Étymologie:''' R. Λιβ, v. [[λείβω]]. | |btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> goutte d'un liquide, <i>particul.</i> larme;<br /><b>2</b> sorte de gâteau.<br />'''Étymologie:''' R. Λιβ, v. [[λείβω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λίβος:''' εος (ῐ) τό капля, слеза Aesch. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λίβος:''' [ῐ], τό, = [[λιβάς]]· [[λίβος]] αἵματος, [[σταγόνα]] ή σημάδια αίματος, σε Αισχύλ.· πληθ. <i>λίβη</i>, δάκρυα, στον ίδ. | |lsmtext='''λίβος:''' [ῐ], τό, = [[λιβάς]]· [[λίβος]] αἵματος, [[σταγόνα]] ή σημάδια αίματος, σε Αισχύλ.· πληθ. <i>λίβη</i>, δάκρυα, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />= [[λιβάς]]: λ. αἵματος a [[drop]] or fleck of [[blood]], Aesch.: pl. λίβη tears, Aesch. | |mdlsjtxt=<br />= [[λιβάς]]: λ. αἵματος a [[drop]] or fleck of [[blood]], Aesch.: pl. λίβη tears, Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:49, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῐ], εος, τό, (lei/bw) A = λιβάς, in plural, tears, A.Ch.448 (lyr.); v. λίπος. 2 = ἐπίσταγμά τι τῶν ὀμμάτων, Gal.19.118. II = Lat. libum, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.15.647d, cf. Ath.3.126a.
German (Pape)
[Seite 42] τό, Tropfen, Hippocr. Uebh. = λιβάς, von Thränen, ἑτοιμότερα γέλωτος ἀνέφερον λίβη, Aesch. Ch. 441. – Auch = λίβον, Chrysipp. bei Ath. XIV, 647 d.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 goutte d'un liquide, particul. larme;
2 sorte de gâteau.
Étymologie: R. Λιβ, v. λείβω.
Russian (Dvoretsky)
λίβος: εος (ῐ) τό капля, слеза Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
λίβος: [ῐ], τό, (√ΛΙΒ, λείβω, = λιβάς)· ἐν τῷ πληθ., δάκρυα, Αἰσχύλ. Χο. 448· ἴδε ἐν λέξ. λίπος. ΙΙ. τὸ Λατ. libum, εἶδος πλακοῦντος, Χρύσιππ. Τυανεὺς παρ’ Ἀθην. 647D.
Greek Monolingual
(I)
λίβος, τὸ (Α)
1. σταλαγμός, σταλαγματιά
2. είδος κολλυρίου
3. στον πληθ. τὰ λίβη ή λίβεα
τα δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίψ, λιβός «ρεύμα, ρυάκι» με αναβιβασμό του τόνου].
(II)
λίβος, τὸ (Α)
είδος πίτας από μέλι που προσφερόταν στους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. libum, -i (σπάνια libus, -i), πίτα από γάλα ή λάδι βουτηγμένη στο μέλι, που συνήθως προσφερόταν στους θεούς. Ο τ. libum < libo «χύνω, κάνω σπονδή», της ίδιας ρίζας με το λείβω.
Greek Monotonic
λίβος: [ῐ], τό, = λιβάς· λίβος αἵματος, σταγόνα ή σημάδια αίματος, σε Αισχύλ.· πληθ. λίβη, δάκρυα, στον ίδ.
Middle Liddell
= λιβάς: λ. αἵματος a drop or fleck of blood, Aesch.: pl. λίβη tears, Aesch.