κατευθύ: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>adv.</i><br />droit, directement, en droite ligne.<br />'''Étymologie:''' = κατ’ [[εὐθύ]]. | |btext=<i>adv.</i><br />droit, directement, en droite ligne.<br />'''Étymologie:''' = κατ’ [[εὐθύ]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κατευθύ [κατ’ εὐθύ] adv., rechtuit. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατευθύ:'''<br /><b class="num">I</b> или κατ᾽ [[εὐθύ]] adv. прямо, напрямик: (φέρεσθαι Luc.): τὸ κ. ὁρᾶν Xen. смотреть прямо.<br /><b class="num">II</b> praep. [[cum]] gen. (на)против (τινος Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κατευθύ:''' επίρρ., κατ' ευθείαν [[εμπρός]], σε Ξεν. | |lsmtext='''κατευθύ:''' επίρρ., κατ' ευθείαν [[εμπρός]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κατευθύ''': Ἐπίρρ., κατ’ εὐθεῖαν ἐμπρός, τὸ κατ. ὁρᾶν Ξεν. Συμπ. 5. 5, πρβλ. Λουκ. Δίκην Φων. 11· τὴν κ. ἔρχεσθαι Παυσ. 2. 11, 3· μεταὰ γεν., κ. τινος Πλούτ. 2. 3Β.- Ὡσαύτως κατευθύς, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 145. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[straight]] [[forward]], Xen. | |mdlsjtxt=[[straight]] [[forward]], Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 2 October 2022
English (LSJ)
Adv. straight forward, τὸ κ. ὁρᾶν X.Smp.5.5, cf. Luc. Jud.Voc.11; τὴν κ. ἔρχεσθαι Paus.2.11.3: c. gen., κ.τινός Plu.2.3b; on the same side (cf. ἰθύς), ὁ κ. δίδυμος Ruf.(?) ap.Paul.Aeg.3.45. (Better written κατ' εὐθύ.)
German (Pape)
[Seite 1398] geradezu, geradeaus; τὸ κατευθὺ μόνον ὁρᾶν Xen. Conv. 5, 5; ἡ κατ. sc. ὁδός, der gerade Weg, Paus. 2, 11, 3; Sp. auch κατευθύς; vgl. Lob. zu Phryn. 145.
French (Bailly abrégé)
adv.
droit, directement, en droite ligne.
Étymologie: = κατ’ εὐθύ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατευθύ [κατ’ εὐθύ] adv., rechtuit.
Russian (Dvoretsky)
κατευθύ:
I или κατ᾽ εὐθύ adv. прямо, напрямик: (φέρεσθαι Luc.): τὸ κ. ὁρᾶν Xen. смотреть прямо.
II praep. cum gen. (на)против (τινος Plut.).
Greek Monolingual
κατευθύ (Α)
επίρρ.
1. κατευθείαν εμπρός, ίσια, ολόισια («τὸ κατευθὺ μόνον ὁρῶσιν», Ξεν.)
2. (με άρθρο) ὁ κατευθύ
αυτός που βρίσκεται στην ίδια πλευρά, στο ίδιο μέρος («ὁ κατευθὺ δίδυμος», Παύλ. Αιγιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ’ ευθύ].
Greek Monotonic
κατευθύ: επίρρ., κατ' ευθείαν εμπρός, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
κατευθύ: Ἐπίρρ., κατ’ εὐθεῖαν ἐμπρός, τὸ κατ. ὁρᾶν Ξεν. Συμπ. 5. 5, πρβλ. Λουκ. Δίκην Φων. 11· τὴν κ. ἔρχεσθαι Παυσ. 2. 11, 3· μεταὰ γεν., κ. τινος Πλούτ. 2. 3Β.- Ὡσαύτως κατευθύς, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 145.