μαγειρεύω: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐστι σῴζειν οἰκίαν → Salvam domum praestare matrona est probae → Die brave Frau erhält, wie's ihre Pflicht, das Haus

Menander, Monostichoi, 84
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐμαγείρευσα;<br />être cuisinier.<br />'''Étymologie:''' [[μάγειρος]].
|btext=<i>ao.</i> ἐμαγείρευσα;<br />être cuisinier.<br />'''Étymologie:''' [[μάγειρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰγειρεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[быть поваром]], [[стряпать]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[быть мясником]] Babr.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾰγειρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[μάγειρας]], [[μαγειρεύω]] [[κρέας]], σε Θεοφρ.<br /><b class="num">II.</b> είμαι [[χασάπης]], σε Βάβρ.
|lsmtext='''μᾰγειρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[μάγειρας]], [[μαγειρεύω]] [[κρέας]], σε Θεοφρ.<br /><b class="num">II.</b> είμαι [[χασάπης]], σε Βάβρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰγειρεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[быть поваром]], [[стряпать]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[быть мясником]] Babr.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μᾰγειρεύω,<br /><b class="num">I.</b> to be a [[cook]], to [[cook]] [[meat]], Theophr.<br /><b class="num">II.</b> to be a [[butcher]], Babr.
|mdlsjtxt=μᾰγειρεύω,<br /><b class="num">I.</b> to be a [[cook]], to [[cook]] [[meat]], Theophr.<br /><b class="num">II.</b> to be a [[butcher]], Babr.
}}
}}

Revision as of 14:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγειρεύω Medium diacritics: μαγειρεύω Low diacritics: μαγειρεύω Capitals: ΜΑΓΕΙΡΕΥΩ
Transliteration A: mageireúō Transliteration B: mageireuō Transliteration C: mageireyo Beta Code: mageireu/w

English (LSJ)

A to be a cook, cook meat, Thphr.Char.6.5, Plu.2.704a, Porph.Abst.3.18: c. acc., μ. τὰ ἱερεῖα Ath.4.173d, cf. Chor. in Reu.Phil.1.232:—Pass., τὰ μαγειρευόμενα ὄσπρια Sch.Ar.Pl.1207. 2 to be a butcher, Babr.122.16. 3 metaph., butcher, massacre, LXX La.2.21.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐμαγείρευσα;
être cuisinier.
Étymologie: μάγειρος.

Russian (Dvoretsky)

μᾰγειρεύω:
1) быть поваром, стряпать Plut.;
2) быть мясником Babr.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰγειρεύω: ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «μαγειρεύω», Θεοφρ. Χαρακτ. 6, Πλούτ. 2. 704Α· μετ’ αἰτ., μ. τὰ ἱερεῖα Ἀθήν. 179D· - Παθ., τὰ μαγειρευόμενα ὄσπρια Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1207. 2) κρεουργῶ, κόπτω τὰ κρέατα ὡς κρεοπώλης, Βαβρ. 122. 16.

Greek Monolingual

και μαγερεύω και μαγερεύγω (AM μαγειρεύω, Μ και μαγερεύγω και μαγερεύω) μάγειρος
παρασκευάζω φαγητό, ασχολούμαι με το μαγείρεμα (α. «μαγειρεύω σχεδόν κάθε μέρα» β. «παρόσον τὰ ἱερὰ περιτέμνοντες δῆλον ὡς ἐμαγείρευον αὐτὰ καὶ ἐκαρύκευον», Αθήν.)
νεοελλ.
παροιμ. α) «ὁ,τι μαγειρεύεις τρως» — η αμοιβή σου θα είναι ανάλογη με την εργασία σου ή ό,τι είδους ενέργειες κάνεις, ανάλογα αποτελέσματα θα έχεις
β) «δεν μαγερεύουν όλες οι γωνιές που καπνίζουν» — τα φαινόμενα απατούν
γ) «οπού μαγερεύει ψέματα η κοιλιά του το ξέρει» — τίποτε δεν αποκτά κάποιος μόνο με κενά λόγια και χωρίς έργα
νεοελλ.-μσν.
μτφ. δολοπλοκώ, δολιεύομαι κάποιο αποτέλεσμα που επιθυμώ, μηχανορραφώ
αρχ.
1. κόβω κρέας σε μερίδες
2. κρεουργώ, σφάζω, σφαγιάζω.

Greek Monotonic

μᾰγειρεύω: μέλ. -σω,
I. είμαι μάγειρας, μαγειρεύω κρέας, σε Θεοφρ.
II. είμαι χασάπης, σε Βάβρ.

Middle Liddell

μᾰγειρεύω,
I. to be a cook, to cook meat, Theophr.
II. to be a butcher, Babr.