μινυνθάδιος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui dure peu, qui vit peu;<br /><i>Cp.</i> μινυνθαδιώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[μίνυνθα]].
|btext=α, ον :<br />qui dure peu, qui vit peu;<br /><i>Cp.</i> μινυνθαδιώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[μίνυνθα]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῐνυνθάδιος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[недолгий]], [[непродолжительный]] ([[αἰών]], [[ἄλγος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[недолговечный]] (ἄνθρωποι μινυνθάδιοι τελέθουσιν Hom.): μ. ἔμελλεν [[ἔσσεσθαι]] Hom. недолго предстояло жить (Гектору).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῐνυνθάδιος:''' -α, -ον, [[βραχύβιος]], σε Όμηρ.· συγκρ. <i>μινυνθαδιώτερος</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''μῐνυνθάδιος:''' -α, -ον, [[βραχύβιος]], σε Όμηρ.· συγκρ. <i>μινυνθαδιώτερος</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῐνυνθάδιος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[недолгий]], [[непродолжительный]] ([[αἰών]], [[ἄλγος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[недолговечный]] (ἄνθρωποι μινυνθάδιοι τελέθουσιν Hom.): μ. ἔμελλεν [[ἔσσεσθαι]] Hom. недолго предстояло жить (Гектору).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῐνυνθάδιος, η, ον<br />shortlived, Hom.:—comp. μινυνθαδιώτερος Il.
|mdlsjtxt=μῐνυνθάδιος, η, ον<br />shortlived, Hom.:—comp. μινυνθαδιώτερος Il.
}}
}}

Revision as of 14:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μινυνθάδιος Medium diacritics: μινυνθάδιος Low diacritics: μινυνθάδιος Capitals: ΜΙΝΥΝΘΑΔΙΟΣ
Transliteration A: minynthádios Transliteration B: minynthadios Transliteration C: minynthadios Beta Code: minunqa/dios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, A short-lived, μ. γὰρ ἔμελλεν ἔσσεσθαι Il.15.612, cf. Od.19.328; μ. νοῦσος, ὕπνος, A.R.2.856, 3.690; μαζοί Tryph.603: Comp. -ώτερος, ἄλγος Il.22.54. II later, small, μ. γαίης Emp.85; μινυνθαδία· ἡ σελήνη, Hsch.

German (Pape)

[Seite 188] kurz dauernd, kurze Zeit lebend; ἄνθρωποι δὲ μινυνθάδιοι τελέθουσιν, Od. 19, 328; μινυνθάδιος γὰρ ἔμελλεν ἔσσεσθαι, Il. 15, 612, vgl. 21, 84; auch μινυνθάδιος δέ οἱ αἰὼν ἔπλετο, 4, 478; μινυνθαδιώτερον ἄλγος, 22, 54; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 856.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui dure peu, qui vit peu;
Cp. μινυνθαδιώτερος.
Étymologie: μίνυνθα.

Russian (Dvoretsky)

μῐνυνθάδιος: (ᾰ)
1) недолгий, непродолжительный (αἰών, ἄλγος Hom.);
2) недолговечный (ἄνθρωποι μινυνθάδιοι τελέθουσιν Hom.): μ. ἔμελλεν ἔσσεσθαι Hom. недолго предстояло жить (Гектору).

Greek (Liddell-Scott)

μινυνθάδιος: -α, -ον, βραχυχρόνιος, βραχύβιος, μινυνθάδιος γὰρ ἔμελλεν ἔσσεσθαι Ἰλ. Ο. 612, πρβλ. Ὀδ. Τ. 328. - Συγκρ. -ιώτερος, Ἰλ. Χ. 54.

English (Autenrieth)

comp. -διώτερος: lasting but a little while, brief, Il. 22.54, Il. 15.612.

Greek Monolingual

μινυνθάδιος, -ία, -ον (Α)
1. ολιγοχρόνιος, βραχύβιοςμινυνθάδιος γὰρ ἔμελλεν ἔσεσθ'», Ομ. Ιλ.)
2. μικρός
3. το θηλ. ως ουσ.μινυνθαδία
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ σελήνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυνθ- του επιρρ. μίνυνθα + κατάλ. -άδιος (πρβλ. κρυφ-άδιος)].

Greek Monotonic

μῐνυνθάδιος: -α, -ον, βραχύβιος, σε Όμηρ.· συγκρ. μινυνθαδιώτερος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

μῐνυνθάδιος, η, ον
shortlived, Hom.:—comp. μινυνθαδιώτερος Il.