κλαυσιάω: Difference between revisions
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=-ῶ :<br />crier <i>en parl. d'une porte qui grince</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κλαίω]]. | |btext=-ῶ :<br />crier <i>en parl. d'une porte qui grince</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κλαίω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κλαυσιάω verlangen om te huilen, reden tot huilen hebben. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κλαυσιάω:''' [desiderat. к [[κλαίω]] собираться плакать: τὸ [[θύριον]] φθεγγόμενον κλαυσιᾷ Arph. дверь жалобно заскрипела. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κλαυσιάω:''' εφετικό του [[κλαίω]], [[επιθυμώ]] να κλάψω, τὸ [[θύριον]] φθεγγόμενον [[ἄλλως]] κλαυσιᾷ, η μικρή [[θύρα]] πρόκειται να κλάψει (δηλ. θα υποφέρει), [[επειδή]] τρίζει αναίτια, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κλαυσιάω:''' εφετικό του [[κλαίω]], [[επιθυμώ]] να κλάψω, τὸ [[θύριον]] φθεγγόμενον [[ἄλλως]] κλαυσιᾷ, η μικρή [[θύρα]] πρόκειται να κλάψει (δηλ. θα υποφέρει), [[επειδή]] τρίζει αναίτια, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κλαυσιάω''': ἐφετ. τοῦ [[κλαίω]], ἐπιθυμῶ νὰ κλαύσω, τὸ [[θύριον]] φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ, ἡ μικρὰ [[θύρα]] μέλλει νὰ κλαύσῃ, δηλ. θὰ πάθῃ (ὡς τὸ κλαύσεται), [[ἐπειδὴ]] [[ἄνευ]] αἰτίας τρίζει, Ἀριστοφ. Πλ. 1099. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κλαυσιάω]],<br />Desiderat. of [[κλαίω]], to [[wish]] to [[weep]], τὸ [[θύριον]] φθεγγόμενον [[ἄλλως]] κλαυσιᾷ the [[door]] is like to [[weep]] (i. e. shall [[suffer]]) for creaking without [[cause]], Ar. | |mdlsjtxt=[[κλαυσιάω]],<br />Desiderat. of [[κλαίω]], to [[wish]] to [[weep]], τὸ [[θύριον]] φθεγγόμενον [[ἄλλως]] κλαυσιᾷ the [[door]] is like to [[weep]] (i. e. shall [[suffer]]) for creaking without [[cause]], Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:49, 2 October 2022
English (LSJ)
Desider. of κλαίω, wish to weep, τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κ. the door is like to weep, i.e. shall suffer for creaking, Ar.Pl. 1099.
German (Pape)
[Seite 1446] = Vorigem; weinerlich thun, Poil. 2, 64. Übertr. von der knarrenden Thür, τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ Ar. Plut. 1098.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
crier en parl. d'une porte qui grince.
Étymologie: κλαίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλαυσιάω verlangen om te huilen, reden tot huilen hebben.
Russian (Dvoretsky)
κλαυσιάω: [desiderat. к κλαίω собираться плакать: τὸ θύριον φθεγγόμενον κλαυσιᾷ Arph. дверь жалобно заскрипела.
Greek Monotonic
κλαυσιάω: εφετικό του κλαίω, επιθυμώ να κλάψω, τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ, η μικρή θύρα πρόκειται να κλάψει (δηλ. θα υποφέρει), επειδή τρίζει αναίτια, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κλαυσιάω: ἐφετ. τοῦ κλαίω, ἐπιθυμῶ νὰ κλαύσω, τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ, ἡ μικρὰ θύρα μέλλει νὰ κλαύσῃ, δηλ. θὰ πάθῃ (ὡς τὸ κλαύσεται), ἐπειδὴ ἄνευ αἰτίας τρίζει, Ἀριστοφ. Πλ. 1099.
Middle Liddell
κλαυσιάω,
Desiderat. of κλαίω, to wish to weep, τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ the door is like to weep (i. e. shall suffer) for creaking without cause, Ar.