πίεσμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I. 1</b> ce qu’on presse, masse pressée;<br /><b>2</b> jus <i>ou</i> suc exprimé;<br /><b>II.</b> pression.<br />'''Étymologie:''' [[πιέζω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I. 1</b> ce qu’on presse, masse pressée;<br /><b>2</b> jus <i>ou</i> suc exprimé;<br /><b>II.</b> pression.<br />'''Étymologie:''' [[πιέζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πίεσμα''': Δωρ. καὶ μεταγεν. Ἀττ. [[πίασμα]], τό, ([[πιέζω]]) τὸ πιεσθέν: ἢ ἡ μαλακὴ [[μᾶζα]] ἡ ὑπολειπομένη μετὰ τὴν πίεσιν, Γεωπ. 20. 28· ἢ ὁ διὰ τῆς πιέσεως ἐκρέων [[χυμός]], Διοσκ. 1. 106· ἴδε Foës Oecon. ΙΙ. = [[πίεσις]], δακτύλου πιάσματι Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 11, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 41.
|elnltext=πίεσμα -ατος, τό [πιέζω] het drukken, indruk; seks. het neuken. AP 12.41.3.
}}
{{elru
|elrutext='''πίεσμα:''' ατος τό давление Anth.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πίεσμα:''' -ατος, τό ([[πιέζω]]), [[πίεση]], [[συμπίεση]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πίεσμα:''' -ατος, τό ([[πιέζω]]), [[πίεση]], [[συμπίεση]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πίεσμα:''' ατος τό давление Anth.
|lstext='''πίεσμα''': Δωρ. καὶ μεταγεν. Ἀττ. [[πίασμα]], τό, ([[πιέζω]]) τὸ πιεσθέν: ἢ ἡ μαλακὴ [[μᾶζα]] ἡ ὑπολειπομένη μετὰ τὴν πίεσιν, Γεωπ. 20. 28· ἢ ὁ διὰ τῆς πιέσεως ἐκρέων [[χυμός]], Διοσκ. 1. 106· ἴδε Foës Oecon. ΙΙ. = [[πίεσις]], δακτύλου πιάσματι Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 11, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 41.
}}
{{elnl
|elnltext=πίεσμα -ατος, τό [πιέζω] het drukken, indruk; seks. het neuken. AP 12.41.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πίεσμα]], ατος, τό, [[πιέζω]]<br />[[pressure]], Anth.
|mdlsjtxt=[[πίεσμα]], ατος, τό, [[πιέζω]]<br />[[pressure]], Anth.
}}
}}

Revision as of 21:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐεσμα Medium diacritics: πίεσμα Low diacritics: πίεσμα Capitals: ΠΙΕΣΜΑ
Transliteration A: píesma Transliteration B: piesma Transliteration C: piesma Beta Code: pi/esma

English (LSJ)

ατος, Dor. and later Gr. πίασμα, τό, A anything pressed: 1 pulpy mass left after pressing, pomace, μυροβαλάνου Gal.10.911, Gp.20.28: pl., of cakes of olive-pulp, PSI9.1030.11 (ii A. D., in form πιάσματα). 2 juice pressed out, Dsc.1.78. II = πίεσις, δακτύλου πιέσματι Eub.75.11 (πιάσματι codd.Ath.), cf.AP12.41 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 613] τό, 1) das Gedrückte, Gepreßte, sowohl der herausgedrückte Saft, als die ausgepreßte, trockne, übrig gebliebene Masse, Trestern, Sp. – 2) = πίεσις, Mel. 49 (XII, 41).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. 1 ce qu’on presse, masse pressée;
2 jus ou suc exprimé;
II. pression.
Étymologie: πιέζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πίεσμα -ατος, τό [πιέζω] het drukken, indruk; seks. het neuken. AP 12.41.3.

Russian (Dvoretsky)

πίεσμα: ατος τό давление Anth.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πίασμα Α πιέζω
το αποτέλεσμα της πίεσης, καθετί που προέρχεται από πίεση, κάθε πεπιεσμένο («πίεσμα μυροβαλάνου» — η μάζα του μυροβαλάνου που απομένει μετά τη σύνθλιψή του, Γαλ.)
νεοελλ.-μσν.
άλλος τύπος του όρου της βυζαντινής μουσικής πίασμα
αρχ.
1. στον πληθ. τὰ πιέσματα
πίτες που παρασκεύαζαν από πεπιεσμένες ελιές
2. το υγρό που προέρχεται από πίεση ή σύνθλιψη
3. η πίεση («δακτύλου πιέσματι», Εύβουλ.).

Greek Monotonic

πίεσμα: -ατος, τό (πιέζω), πίεση, συμπίεση, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πίεσμα: Δωρ. καὶ μεταγεν. Ἀττ. πίασμα, τό, (πιέζω) τὸ πιεσθέν: ἢ ἡ μαλακὴ μᾶζα ἡ ὑπολειπομένη μετὰ τὴν πίεσιν, Γεωπ. 20. 28· ἢ ὁ διὰ τῆς πιέσεως ἐκρέων χυμός, Διοσκ. 1. 106· ἴδε Foës Oecon. ΙΙ. = πίεσις, δακτύλου πιάσματι Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 11, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 41.

Middle Liddell

πίεσμα, ατος, τό, πιέζω
pressure, Anth.