παραπικραίνω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=aigrir, exaspérer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πικραίνω]].
|btext=aigrir, exaspérer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πικραίνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παραπικραίνω''': [[πικραίνω]], παροργίζω, παρὰ τοῖς Ἑβδ. μετ’ αἰτ., Ἰεζεκιὴλ Κ΄, 21· ἐν τῇ Καιν. Διαθ., ἀπολ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. 3. 16.
|elnltext=παραπικραίνω [παρά, πικρός] in opstand komen.
}}
{{elru
|elrutext='''παραπικραίνω:''' [[раздражаться]], [[роптать]] NT.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''παραπικραίνω:''' [[πικραίνω]] [[πολύ]], [[εξοργίζω]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''παραπικραίνω:''' [[πικραίνω]] [[πολύ]], [[εξοργίζω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραπικραίνω:''' [[раздражаться]], [[роптать]] NT.
|lstext='''παραπικραίνω''': [[πικραίνω]], παροργίζω, παρὰ τοῖς Ἑβδ. μετ’ αἰτ., Ἰεζεκιὴλ Κ΄, 21· ἐν τῇ Καιν. Διαθ., ἀπολ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. 3. 16.
}}
{{elnl
|elnltext=παραπικραίνω [παρά, πικρός] in opstand komen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπικραίνω Medium diacritics: παραπικραίνω Low diacritics: παραπικραίνω Capitals: ΠΑΡΑΠΙΚΡΑΙΝΩ
Transliteration A: parapikraínō Transliteration B: parapikrainō Transliteration C: parapikraino Beta Code: parapikrai/nw

English (LSJ)

embitter, provoke, c. acc., LXXEz.20.21; rebel against, τὸ ῥῆμα τοῦ Κυρίου ib.3 Ki.13.26: abs., ib.Ez.24.3, al.; παραπικραίνουσα παρεπικράνθην ib.La.1.20, cf. Ep.Hebr.3.16.

German (Pape)

[Seite 493] erbittern, LXX. u. N. T.

French (Bailly abrégé)

aigrir, exaspérer.
Étymologie: παρά, πικραίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραπικραίνω [παρά, πικρός] in opstand komen.

Russian (Dvoretsky)

παραπικραίνω: раздражаться, роптать NT.

English (Strong)

from παρά and πικραίνω; to embitter alongside, i.e. (figuratively) to exasperate: provoke.

English (Thayer)

1st aorist παρεπίκρανα; (see παρά, IV:3); the Sept. chiefly for מָרָה, הִמְרָה, to be rebellious, contumacious, refractory; also for סָרַר, הִכְעִיס, etc.; to provoke, exasperate; to rouse to indignation: absolutely, (yet so that God is thought of as the one provoked), τόν Θεόν added, ὀργίζεσθαι, Philo de alleg. legg. iii. § 38; with πληροῦσθαι ὀργῆς δικαίας, vita Moys. i. § 55 (others πάνυ πικρ.); παραπικραίνειν καί παροργίζειν, de somn. ii. § 26.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. δυσαρεστώ κάποιον πάρα πολύ, στενοχωρώ κάποιον υπέρμετρα
2. πικραίνομαι πολύ, θλίβομαι («τίνες γὰρ ἀκούσαντες παρεπίκραναν;», ΚΔ)
νεοελλ.
κάνω κάτι πάρα πολύ πικρό
αρχ.
απειθώ, παρακούω κάποιον («εἶπεν ὁ ἄνθρωπος τοῦ θεοῦ, αὗτός ἐστιν ὅς παρεπίκρανε τὸ ῥῆμα κυρίου», ΠΔ).

Greek Monotonic

παραπικραίνω: πικραίνω πολύ, εξοργίζω, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

παραπικραίνω: πικραίνω, παροργίζω, παρὰ τοῖς Ἑβδ. μετ’ αἰτ., Ἰεζεκιὴλ Κ΄, 21· ἐν τῇ Καιν. Διαθ., ἀπολ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. 3. 16.

Middle Liddell

to embitter, provoke, NTest.

Chinese

原文音譯:parapikra⋯nw 爬拉-披克來挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在旁-苦
字義溯源:惹人發怒,反叛,惹起反叛,惹動怒氣,苦痛;由(παρά)*=旁,出於)與(πικραίνω)=苦待)組成;而 (πικραίνω)出自(πικρός)*=銳利的)。參讀 (ἐρεθίζω)同義字比較: (πικραίνω)=苦待
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 惹動他怒氣的(1) 來3:16