περιδεής: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> très craintif, timoré : τινι au sujet de qch ; τινος au sujet de qqn <i>ou</i> de qch;<br /><b>2</b> terrible.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δέος]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> très craintif, timoré : τινι au sujet de qch ; τινος au sujet de qqn <i>ou</i> de qch;<br /><b>2</b> terrible.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δέος]].
}}
{{elnl
|elnltext=περιδεής -ές [περί, δέος] heel bang; ook met dat..; περιδεὴς γενόμενος τῇ ὄψι heel bang geworden door het droomgezicht Hdt. 7.15.1; adv. περιδεῶς in grote angst:. πρὸς δὲ τοῦτον... περιδεῶς ἔσχεν voor hem had hij grote angst Isocr. 9.58.
}}
{{elru
|elrutext='''περιδεής:''' [[крайне боязливый]], [[робкий]] (ψυχαί Isocr.): π. γενόμενος τῇ ὄψι Her. придя в ужас от видения.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιδεής:''' -ές ([[δέος]]), [[πολύ]] [[δειλός]] ή [[φοβιτσιάρης]], σε Ηρόδ.· <i>τινος</i>, αυτός που προέρχεται ή ανήκει σε [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], σε Θουκ.· <i>περιδεὴς μή..</i>., στον ίδ.· επίρρ. <i>-ῶς</i>, σε μεγάλο φόβο, στο ίδ.
|lsmtext='''περιδεής:''' -ές ([[δέος]]), [[πολύ]] [[δειλός]] ή [[φοβιτσιάρης]], σε Ηρόδ.· <i>τινος</i>, αυτός που προέρχεται ή ανήκει σε [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], σε Θουκ.· <i>περιδεὴς μή..</i>., στον ίδ.· επίρρ. <i>-ῶς</i>, σε μεγάλο φόβο, στο ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=περιδεής -ές [περί, δέος] heel bang; ook met dat..; περιδεὴς γενόμενος τῇ ὄψι heel bang geworden door het droomgezicht Hdt. 7.15.1; adv. περιδεῶς in grote angst:. πρὸς δὲ τοῦτον... περιδεῶς ἔσχεν voor hem had hij grote angst Isocr. 9.58.
}}
{{elru
|elrutext='''περιδεής:''' [[крайне боязливый]], [[робкий]] (ψυχαί Isocr.): π. γενόμενος τῇ ὄψι Her. придя в ужас от видения.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 23:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιδεής Medium diacritics: περιδεής Low diacritics: περιδεής Capitals: ΠΕΡΙΔΕΗΣ
Transliteration A: perideḗs Transliteration B: perideēs Transliteration C: perideis Beta Code: perideh/s

English (LSJ)

ές, (δέος) very timid or fearful, π. γενέσθαι Hdt.5.44, cf. And.4.40, Th.3.28, Isoc.2.23, Alciphr.2.4, etc.; τινι at a thing, Hdt. 7.15; τινος Pl.Ep.348b; π.μὴTh.3.80. Adv.-εῶς in great fear, Id.6.83, etc.; πρός τινα π. σχεῖν Isoc.9.58.

German (Pape)

[Seite 572] ές, sehr furchtsam; Her. 5, 44. 7, 15; mit folgendem μή, Thuc. 3, 80; Andoc. 4, 40; περιδεεῖς ψυχαί, Isocr. 4, 151, vgl. 2, 23; und adv., περιδεῶς ὑποπτεύειν, Thuc. 9, 83; Plat. Ep. VII, 348 b u. Folgde, wie Pol. 4, 78, 11.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 très craintif, timoré : τινι au sujet de qch ; τινος au sujet de qqn ou de qch;
2 terrible.
Étymologie: περί, δέος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιδεής -ές [περί, δέος] heel bang; ook met dat..; περιδεὴς γενόμενος τῇ ὄψι heel bang geworden door het droomgezicht Hdt. 7.15.1; adv. περιδεῶς in grote angst:. πρὸς δὲ τοῦτον... περιδεῶς ἔσχεν voor hem had hij grote angst Isocr. 9.58.

Russian (Dvoretsky)

περιδεής: крайне боязливый, робкий (ψυχαί Isocr.): π. γενόμενος τῇ ὄψι Her. придя в ужас от видения.

Greek (Liddell-Scott)

περιδεής: -ές, (δέος) σφόδρα πεφοβημένος, πλήρης φόβου, π. γενέσθαι Ἡρόδ. 5. 44· τινι ὁ αὐτ. 7. 15· τινος Θουκ. 3. 38, Πλάτ. Ἐπιστ. 348Β· π. μή.., Θουκ. 3. 80, Ἀνδοκ. 34. 22. - Ἐπίρρ. -ῶς, ἐν μεγάλῳ φόβῳ, Θουκ. 6. 83, κτλ.· π. ἔχειν πρός τινα Ἰσοκρ. 200Ε. ΙΙ. ὁ ἐμποιῶν μέγαν φόβον, λίαν φοβερός, ὁ αὐτ. 19C, Ἀλκίφρων 2. 4.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που είναι γεμάτος φόβο, έντρομος, περίτρομος
αρχ.
αυτός που προξενεί μεγάλο φόβο, φοβερός, τρομερός.
επίρρ...
περιδεώς / περιδεῶς, ΝΑ
με μεγάλο φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -δεής (< δέος «φόβος»), πρβλ. εν-δεής].

Greek Monotonic

περιδεής: -ές (δέος), πολύ δειλός ή φοβιτσιάρης, σε Ηρόδ.· τινος, αυτός που προέρχεται ή ανήκει σε πρόσωπο ή πράγμα, σε Θουκ.· περιδεὴς μή..., στον ίδ.· επίρρ. -ῶς, σε μεγάλο φόβο, στο ίδ.

Middle Liddell

περι-δεής, ές δέος
very timid or fearful, Hdt.; τινος of or for a person or thing, Thuc.; π. μὴ…, Thuc.:— adv. -ῶς, in great fear, Thuc.

English (Woodhouse)

afraid, fearful

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)