περιπνέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />souffler autour de.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πνέω]].
|btext=-ῶ :<br />souffler autour de.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πνέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιπνέω''': μέλλ. -πνεύσομαι, [[πνέω]] [[περί]] τι, μετ’ αἰτ., αὖραι νάσους Μακάρων περιπνέοισι Πινδ. Ο. 2. 130, πρβλ. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 5· ἀπολ., Διόδ. 3. 19. ― Παθητ., ἡ γῆ περιπνεομένη αὔραις Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 12· [[οἴκησις]] περιπνευμένα (Δωρ.) Gale Opusc. 751.
|elnltext=περι-πνέω blazen rondom.
}}
{{elru
|elrutext='''περιπνέω:''' [[дуть вокруг]], [[обвевать]] (νάσους [[Μακάρων]] Pind.; ἡ γῆ περιπνεομένη αὔραις Arst.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''περιπνέω:''' μέλ. <i>-πνεύσομαι</i>, [[πνέω]] γύρω ή πάνω από ένα [[μέρος]], με αιτ., σε Πίνδ.
|lsmtext='''περιπνέω:''' μέλ. <i>-πνεύσομαι</i>, [[πνέω]] γύρω ή πάνω από ένα [[μέρος]], με αιτ., σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιπνέω:''' [[дуть вокруг]], [[обвевать]] (νάσους [[Μακάρων]] Pind.; ἡ γῆ περιπνεομένη αὔραις Arst.).
|lstext='''περιπνέω''': μέλλ. -πνεύσομαι, [[πνέω]] [[περί]] τι, μετ’ αἰτ., αὖραι νάσους Μακάρων περιπνέοισι Πινδ. Ο. 2. 130, πρβλ. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 5· ἀπολ., Διόδ. 3. 19. ― Παθητ., ἡ γῆ περιπνεομένη αὔραις Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 12· [[οἴκησις]] περιπνευμένα (Δωρ.) Gale Opusc. 751.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-πνέω blazen rondom.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -πνεύσομαι<br />to [[breathe]] [[round]] or [[over]] a [[place]], c. acc., Pind.
|mdlsjtxt=fut. -πνεύσομαι<br />to [[breathe]] [[round]] or [[over]] a [[place]], c. acc., Pind.
}}
}}

Revision as of 21:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπνέω Medium diacritics: περιπνέω Low diacritics: περιπνέω Capitals: ΠΕΡΙΠΝΕΩ
Transliteration A: peripnéō Transliteration B: peripneō Transliteration C: peripneo Beta Code: peripne/w

English (LSJ)

A breathe round, c. acc., Μακάρων νᾶσον αὖραι περιπνέοισι Pi.O.2.72, cf. Luc.VH2.5: abs., D.S.3.19:—Pass., ἡ γῆ περιπνεομένη αὔραις Arist.Mu.397a34; οἴκησις περιπνεομένα (Dor.) MyiaEp.4. II exhale a scent of, οἰκία περιπνεῖ Ἐρμοῦ καὶ Μουσῶν Eun.VSp.483 B.

German (Pape)

[Seite 588] (s. πνέω), umwehen, umblasen, anhauchen, c. accus., Pind., νᾶσος αὖραι περιπνέοισιν, Ol. 2, 72; intrans. herumwehen, -blasen, ringsum duften, Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
souffler autour de.
Étymologie: περί, πνέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-πνέω blazen rondom.

Russian (Dvoretsky)

περιπνέω: дуть вокруг, обвевать (νάσους Μακάρων Pind.; ἡ γῆ περιπνεομένη αὔραις Arst.).

English (Slater)

περῐπνέω blow round μακάρων νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν (O. 2.72)

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. περιπνείω Α
1. πνέω, φυσώ γύρω από κάτι, ολόγυρα («Μακάρων νᾱσον αὖραι περιπνέοισι», Πίνδ.)
2. αναδίδω οσμή από όλες τις πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πνέω «φυσώ»].

Greek Monotonic

περιπνέω: μέλ. -πνεύσομαι, πνέω γύρω ή πάνω από ένα μέρος, με αιτ., σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

περιπνέω: μέλλ. -πνεύσομαι, πνέω περί τι, μετ’ αἰτ., αὖραι νάσους Μακάρων περιπνέοισι Πινδ. Ο. 2. 130, πρβλ. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 5· ἀπολ., Διόδ. 3. 19. ― Παθητ., ἡ γῆ περιπνεομένη αὔραις Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 12· οἴκησις περιπνευμένα (Δωρ.) Gale Opusc. 751.

Middle Liddell

fut. -πνεύσομαι
to breathe round or over a place, c. acc., Pind.