περιβρύχιος: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=α, ον :<br />battu tout autour par les flots bruyants.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[βρυχάομαι]].
|btext=α, ον :<br />battu tout autour par les flots bruyants.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[βρυχάομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιβρύχιος''': [], -α, -ον, περιβρυχίοισιν περῶν ὑπ’ οἴδμασιν, περῶν ὑπὸ τὰ [[πανταχόθεν]] περιβάλλοντα αὐτὸν ἀνυψωμένα κύματα, Σοφ. Ἀντ. 336· πρβλ. [[ὑποβρύχιος]]. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λέξ. [[βρύχιος]]).
|elnltext=περιβρύχιος -ον [περί, βρύχω] overspoelend:. περιβρυχίοισιν περῶν ὑπ’ οἴδμασιν overstekend onder golven die hem dreigen te overspoelen Soph. Ant. 336.
}}
{{elru
|elrutext='''περιβρύχιος:''' () ревущий вокруг, оглашающий рокотом (οἴδματα Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''περιβρύχιος:''' [ῠ], -α, -ον, αυτός που καταποντίζεται από το [[φούσκωμα]] των κυμάτων [[ολόγυρα]], <i>οἴδματα περιβρύχια</i>, κύματα που καταπίνουν το ένα το [[άλλο]], δηλ. [[κύμα]] πάνω στο [[κύμα]], σε Σοφ.
|lsmtext='''περιβρύχιος:''' [ῠ], -α, -ον, αυτός που καταποντίζεται από το [[φούσκωμα]] των κυμάτων [[ολόγυρα]], <i>οἴδματα περιβρύχια</i>, κύματα που καταπίνουν το ένα το [[άλλο]], δηλ. [[κύμα]] πάνω στο [[κύμα]], σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιβρύχιος:''' () ревущий вокруг, оглашающий рокотом (οἴδματα Soph.).
|lstext='''περιβρύχιος''': [], -α, -ον, περιβρυχίοισιν περῶν ὑπ’ οἴδμασιν, περῶν ὑπὸ τὰ [[πανταχόθεν]] περιβάλλοντα αὐτὸν ἀνυψωμένα κύματα, Σοφ. Ἀντ. 336· πρβλ. [[ὑποβρύχιος]]. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λέξ. [[βρύχιος]]).
}}
{{elnl
|elnltext=περιβρύχιος -ον [περί, βρύχω] overspoelend:. περιβρυχίοισιν περῶν ὑπ’ οἴδμασιν overstekend onder golven die hem dreigen te overspoelen Soph. Ant. 336.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περι-βρῠ́χιος, η, ον<br />engulfed by the [[surge]] all [[round]], οἴδματα π. waves swallowed up by one [[another]], i. e. [[wave]] [[upon]] [[wave]], Soph.
|mdlsjtxt=περι-βρῠ́χιος, η, ον<br />engulfed by the [[surge]] all [[round]], οἴδματα π. waves swallowed up by one [[another]], i. e. [[wave]] [[upon]] [[wave]], Soph.
}}
}}

Revision as of 21:16, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιβρύχιος Medium diacritics: περιβρύχιος Low diacritics: περιβρύχιος Capitals: ΠΕΡΙΒΡΥΧΙΟΣ
Transliteration A: peribrýchios Transliteration B: peribrychios Transliteration C: perivrychios Beta Code: peribru/xios

English (LSJ)

[ῠ], ον, engulfing, οἴδματα S.Ant.336(lyr.).

German (Pape)

[Seite 571] rings im, unter Wasser, περιβρυχίοισιν περῶν ὑπ' οἴδμασιν, Soph. Ant. 336, im sturmbewegten, wogenden Meere, wo eine Woge die andere verschlingt. Vgl. ὑποβρύχιος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
battu tout autour par les flots bruyants.
Étymologie: περί, βρυχάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιβρύχιος -ον [περί, βρύχω] overspoelend:. περιβρυχίοισιν περῶν ὑπ’ οἴδμασιν overstekend onder golven die hem dreigen te overspoelen Soph. Ant. 336.

Russian (Dvoretsky)

περιβρύχιος: (ῠ) ревущий вокруг, оглашающий рокотом (οἴδματα Soph.).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που περιβάλλεται τελείως από τα κύματα
2. φρ. «περιβρύχιον οἶδμα» — το κύμα που σκεπάζει κάποιον ή κάτι από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. βρύχιος.

Greek Monotonic

περιβρύχιος: [ῠ], -α, -ον, αυτός που καταποντίζεται από το φούσκωμα των κυμάτων ολόγυρα, οἴδματα περιβρύχια, κύματα που καταπίνουν το ένα το άλλο, δηλ. κύμα πάνω στο κύμα, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

περιβρύχιος: [ῠ], -α, -ον, περιβρυχίοισιν περῶν ὑπ’ οἴδμασιν, περῶν ὑπὸ τὰ πανταχόθεν περιβάλλοντα αὐτὸν ἀνυψωμένα κύματα, Σοφ. Ἀντ. 336· πρβλ. ὑποβρύχιος. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λέξ. βρύχιος).

Middle Liddell

περι-βρῠ́χιος, η, ον
engulfed by the surge all round, οἴδματα π. waves swallowed up by one another, i. e. wave upon wave, Soph.