πρᾶγος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[πρᾶγμα]];<br /><b>2</b> les affaires de l'État.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πράσσω]].
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[πρᾶγμα]];<br /><b>2</b> les affaires de l'État.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πράσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρᾶγος''': -εος, τό, ποιητ. ἀντὶ [[πρᾶγμα]], Πινδ. Ν. 3. 10, Ἀποσπ. 75, Αἰσχύλ. Θήβ. 861, Πέρσ. 248, Σοφ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 112, Λυσ. 706. 2) = πράγματα, ὑποθέσεις πολιτικαί, Αἰσχύλ. Θήβ. 2.
|elnltext=πρᾶγος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ πρᾶγμα] poët., zaak:. ὅστις φυλάσσει πρᾶγος die de zaak (van de staat) in de gaten houdt Aeschl. Sept. 2; φέρει... τι πρᾶγος hij bericht over een of andere gebeurtenis Aeschl. Pers. 248; ἄνασσα πράγους τοῦδε meesteres van deze onderneming Aristoph. Lys. 706.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 28:
|lsmtext='''πρᾶγος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">1.</b> ποιητ. αντί <i>πράγματος</i>, σε Πίνδ., Αισχύλ., Σοφ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> = <i>πράγματα</i>, πολιτικές υποθέσεις.
|lsmtext='''πρᾶγος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">1.</b> ποιητ. αντί <i>πράγματος</i>, σε Πίνδ., Αισχύλ., Σοφ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> = <i>πράγματα</i>, πολιτικές υποθέσεις.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=πρᾶγος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ πρᾶγμα] poët., zaak:. ὅστις φυλάσσει πρᾶγος die de zaak (van de staat) in de gaten houdt Aeschl. Sept. 2; φέρει... τι πρᾶγος hij bericht over een of andere gebeurtenis Aeschl. Pers. 248; ἄνασσα πράγους τοῦδε meesteres van deze onderneming Aristoph. Lys. 706.
|lstext='''πρᾶγος''': -εος, τό, ποιητ. ἀντὶ [[πρᾶγμα]], Πινδ. Ν. 3. 10, Ἀποσπ. 75, Αἰσχύλ. Θήβ. 861, Πέρσ. 248, Σοφ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 112, Λυσ. 706. 2) = πράγματα, ὑποθέσεις πολιτικαί, Αἰσχύλ. Θήβ. 2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 18:05, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾶγος Medium diacritics: πρᾶγος Low diacritics: πράγος Capitals: ΠΡΑΓΟΣ
Transliteration A: prâgos Transliteration B: pragos Transliteration C: pragos Beta Code: pra=gos

English (LSJ)

εος, τό, poet. for πρᾶγμα, Pi.N.3.6, Fr.108, A.Th.861 (anap.), Pers.248 (troch.), S.Ichn.74, Ar.Av.112, Lys.706 (paratrag.). 2 = πράγματα, state-affairs, A.Th.2.

German (Pape)

[Seite 693] ους, τό, poet. statt πρᾶγμα; Pind. N. 3, 6; oft bei Tragg., wie Aesch. Spt. 785 Pers. 244; Soph. Ai. 21. 343; auch Ar. Av. 112 Lys. 706; einzeln bei sp. D.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 c. πρᾶγμα;
2 les affaires de l'État.
Étymologie: cf. πράσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρᾶγος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ πρᾶγμα] poët., zaak:. ὅστις φυλάσσει πρᾶγος die de zaak (van de staat) in de gaten houdt Aeschl. Sept. 2; φέρει... τι πρᾶγος hij bericht over een of andere gebeurtenis Aeschl. Pers. 248; ἄνασσα πράγους τοῦδε meesteres van deze onderneming Aristoph. Lys. 706.

English (Slater)

πρᾱγος = πρᾶγμα. διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου different actions seek different rewards (N. 3.6) π]ραγεσιν[ Δ. . 21. θεοῦ δὲ δείξαντος ἀρχὰν ἕκαστον ἐν πρᾶγος fr. 108a. 2.

Greek Monolingual

-άγεος, τὸ, Α
1. ποιητ. τ. του πρᾶγμα
2. τα πράγματα, οι πολιτικές υποθέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρᾱγ- του πράττω με σιγμόληκτο σχηματισμό].

Greek Monotonic

πρᾶγος: -εος, τό,
1. ποιητ. αντί πράγματος, σε Πίνδ., Αισχύλ., Σοφ., Αριστοφ.
2. = πράγματα, πολιτικές υποθέσεις.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾶγος: -εος, τό, ποιητ. ἀντὶ πρᾶγμα, Πινδ. Ν. 3. 10, Ἀποσπ. 75, Αἰσχύλ. Θήβ. 861, Πέρσ. 248, Σοφ., κτλ.· ὡσαύτως ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 112, Λυσ. 706. 2) = πράγματα, ὑποθέσεις πολιτικαί, Αἰσχύλ. Θήβ. 2.

Middle Liddell

πρᾶγος, ος, εος, τό,
1. poetic for πρᾶγμα, Pind., Aesch., Soph., Ar.
2. = πράγματα, state-affairs, Aesch.

English (Woodhouse)

affair, matter, work, affairs

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)