Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πρόσχωρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />limitrophe, voisin <i>en parl. de lieux</i> ; ὁ [[πρόσχωρος]] celui qui habite auprès, voisin, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[χώρα]].
|btext=ος, ον :<br />limitrophe, voisin <i>en parl. de lieux</i> ; ὁ [[πρόσχωρος]] celui qui habite auprès, voisin, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[χώρα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρόσχωρος''': -ον, ([[χώρα]]) ὁ πλησίον κείμενος, [[πλησιόχωρος]], γειτονικός, [[τόπος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 273, Σοφ. Ο. Τ. 1127· ξένοι ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 493. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[γείτων]], οἱ πρ. τινος οἱ γείτονές τινος Ἡρόδ. 9. 15, Σοφ. Ο. Κ. 493, 1094, Θουκ. 8. 11, Πλάτ. Νόμ. 737D. [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «πρόσχωροι, περίοικοι».
|elnltext=πρόσχωρος -ον [πρός, χώρα] aangrenzend:; πᾶς τε πρόσχωρος τόπος de gehele aangrenzende streek Aeschl. Pers. 273; van pers. naburig:; τῶνδε προσχώρων ξένων van deze in de buurt wonende vreemdelingen Soph. OC 493; subst. plur. buren:. μετεπέμψαντο τοὺς προσχώρους τῶν Ἀσωπίων zij hadden de buren van de Asopiërs laten komen Hdt. 9.15.1.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόσχωρος:''' <b class="num">II</b> ὁ сосед (τινος Her., Thuc., реже τινι Polyb.; πολεμεῖν τοῖς προσχώροις Arst.).<br />сопредельный, пограничный, соседний ([[τόπος]] Aesch.; ξένοι Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πρόσχωρος:''' -ον ([[χώρα]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται δίπλα, [[πλησιόχωρος]], [[γειτονικός]], όμορος, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''πρόσχωρος:''' -ον ([[χώρα]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται δίπλα, [[πλησιόχωρος]], [[γειτονικός]], όμορος, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρόσχωρος:''' <b class="num">II</b> сосед (τινος Her., Thuc., реже τινι Polyb.; πολεμεῖν τοῖς προσχώροις Arst.).<br />сопредельный, пограничный, соседний ([[τόπος]] Aesch.; ξένοι Soph.).
|lstext='''πρόσχωρος''': -ον, ([[χώρα]]) πλησίον κείμενος, [[πλησιόχωρος]], γειτονικός, [[τόπος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 273, Σοφ. Ο. Τ. 1127· ξένοι ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 493. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[γείτων]], οἱ πρ. τινος οἱ γείτονές τινος Ἡρόδ. 9. 15, Σοφ. Ο. Κ. 493, 1094, Θουκ. 8. 11, Πλάτ. Νόμ. 737D. [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «πρόσχωροι, περίοικοι».
}}
{{elnl
|elnltext=πρόσχωρος -ον [πρός, χώρα] aangrenzend:; πᾶς τε πρόσχωρος τόπος de gehele aangrenzende streek Aeschl. Pers. 273; van pers. naburig:; τῶνδε προσχώρων ξένων van deze in de buurt wonende vreemdelingen Soph. OC 493; subst. plur. buren:. μετεπέμψαντο τοὺς προσχώρους τῶν Ἀσωπίων zij hadden de buren van de Asopiërs laten komen Hdt. 9.15.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσχωρος Medium diacritics: πρόσχωρος Low diacritics: πρόσχωρος Capitals: ΠΡΟΣΧΩΡΟΣ
Transliteration A: próschōros Transliteration B: proschōros Transliteration C: proschoros Beta Code: pro/sxwros

English (LSJ)

ον, (χώρα) A lying near, neighbouring, τόπος A.Pers.273, S.OT1127; ξένοι Id.OC493; τοῖχοι OGI483.120 (Pergam.). II Subst., neighbour, Hdt.9.15, S.OC1065 (lyr.), Th.8.11, Pl.Lg.737d, Arist.Pol.1269b6, IG22.1364 (i A.D.). 2 πρόσχωρος, ἡ, frontier, BCH55.43 (Odessus, i B.C.).

German (Pape)

[Seite 789] daran liegend, benachbart; τόπος, Aesch. Pers. 265, wie Soph. O. R. 1127; ξένοι, O. C. 494; der Nachbar, 1067; τινός, Her. 9, 15; Thuc. 8, 11; Plat. Legg. V, 737 d; Xen. Cyr. 4, 5, 35; Dem. u. Folgde, wie Pol. 5, 79, 8. daran liegend, benachbart; τόπος, Aesch. Pers. 265, wie Soph. O. R. 1127; ξένοι, O. C. 494; der Nachbar, 1067; τινός, Her. 9, 15; Thuc. 8, 11; Plat. Legg. V, 737 d; Xen. Cyr. 4, 5, 35; Dem. u. Folgde, wie Pol. 5, 79, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
limitrophe, voisin en parl. de lieux ; ὁ πρόσχωρος celui qui habite auprès, voisin, gén. ou dat..
Étymologie: πρός, χώρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσχωρος -ον [πρός, χώρα] aangrenzend:; πᾶς τε πρόσχωρος τόπος de gehele aangrenzende streek Aeschl. Pers. 273; van pers. naburig:; τῶνδε προσχώρων ξένων van deze in de buurt wonende vreemdelingen Soph. OC 493; subst. plur. buren:. μετεπέμψαντο τοὺς προσχώρους τῶν Ἀσωπίων zij hadden de buren van de Asopiërs laten komen Hdt. 9.15.1.

Russian (Dvoretsky)

πρόσχωρος: II ὁ сосед (τινος Her., Thuc., реже τινι Polyb.; πολεμεῖν τοῖς προσχώροις Arst.).
сопредельный, пограничный, соседний (τόπος Aesch.; ξένοι Soph.).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται κοντά, γειτονικός
2. το αρσ. ως ουσ.πρόσχωρος
ο γείτονας («παρῆσαν... οἵ τε Κορίνθιοι... καὶ οἱ ἄλλοι πρόσχωροι», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + χῶρος (πρβλ περί-χωρος)].

Greek Monotonic

πρόσχωρος: -ον (χώρα),·
I. αυτός που βρίσκεται δίπλα, πλησιόχωρος, γειτονικός, όμορος, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσχωρος: -ον, (χώρα) ὁ πλησίον κείμενος, πλησιόχωρος, γειτονικός, τόπος Αἰσχύλ. Πέρσ. 273, Σοφ. Ο. Τ. 1127· ξένοι ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 493. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., γείτων, οἱ πρ. τινος οἱ γείτονές τινος Ἡρόδ. 9. 15, Σοφ. Ο. Κ. 493, 1094, Θουκ. 8. 11, Πλάτ. Νόμ. 737D. Κατὰ Σουΐδ.: «πρόσχωροι, περίοικοι».

Middle Liddell

πρόσ-χωρος, ον, χώρα
I. lying near, neighbouring, Aesch., Soph.
II. as substantive, a neighbour, Hdt.

English (Woodhouse)

near, neighbouring

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)