στερίσκω: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>seul. prés.</i><br />priver, spolier ; <i>Pass.</i> être privé de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[στερέω]].
|btext=<i>seul. prés.</i><br />priver, spolier ; <i>Pass.</i> être privé de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[στερέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στερίσκω''': Ἀττ. [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[στερέω]], τινά τινος Θουκ. 2. 43, Διοδ., κλπ. - Παθ. μετὰ γεν., Εὐρ. Ἱκ. 1093, Ἀγάθων παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 2, 6, Θουκ. 1. 73., 2. 49, Πλάτ., κλπ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. 4. 159., 7. 162.
|elnltext=στερίσκω zie στερέω.
}}
{{elru
|elrutext='''στερίσκω:''' (= [[στερέω]]) лишать (τινά τινος Her., Eur., Diod.): ἐν τῷ ἴσῳ στερισκόμενος Thuc. лишенный (гражданского) равноправия.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στερίσκω:''' = [[στερέω]], μόνο σε ενεστ., [[αποστερώ]], [[απογυμνώνω]] από [[κάτι]], [[ξεγυμνώνω]], [[ληστεύω]], σε Ηρόδ., Αττ.
|lsmtext='''στερίσκω:''' = [[στερέω]], μόνο σε ενεστ., [[αποστερώ]], [[απογυμνώνω]] από [[κάτι]], [[ξεγυμνώνω]], [[ληστεύω]], σε Ηρόδ., Αττ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στερίσκω:''' (= [[στερέω]]) лишать (τινά τινος Her., Eur., Diod.): ἐν τῷ ἴσῳ στερισκόμενος Thuc. лишенный (гражданского) равноправия.
|lstext='''στερίσκω''': Ἀττ. [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[στερέω]], τινά τινος Θουκ. 2. 43, Διοδ., κλπ. - Παθ. μετὰ γεν., Εὐρ. Ἱκ. 1093, Ἀγάθων παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 2, 6, Θουκ. 1. 73., 2. 49, Πλάτ., κλπ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. 4. 159., 7. 162.
}}
{{elnl
|elnltext=στερίσκω zie στερέω.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[στερέω]] only in pres.]<br />to [[deprive]] of a [[thing]], Thuc.:—Pass. to be deprived of a [[thing]], Hdt., [[attic]]
|mdlsjtxt== [[στερέω]] only in pres.]<br />to [[deprive]] of a [[thing]], Thuc.:—Pass. to be deprived of a [[thing]], Hdt., [[attic]]
}}
}}

Revision as of 22:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερίσκω Medium diacritics: στερίσκω Low diacritics: στερίσκω Capitals: ΣΤΕΡΙΣΚΩ
Transliteration A: sterískō Transliteration B: steriskō Transliteration C: sterisko Beta Code: steri/skw

English (LSJ)

collat. pres. of στερέω, τινά τινος Th.2.43, Teles p.22 H., D.S.1.60, Gal.8.54; τὴν ψυχὴν ἀπό τινος LXX Ec.4.8:—Pass., c. gen., Hdt.4.159, [7.162], Th.1.73, 2.49, E.Supp.1093, Agatho 5, Pl.R. 413a, X.Cyr.7.5.62, Eq.Mag.8.8, Ages.11.5, Arist.HA487a18, al., BGU446.18 (ii A.D.), Gal.8.53.

German (Pape)

[Seite 937] Nebenform von στερέω; στερίσκειν, Thuc. 2, 43; gewöhnl. praes. pass.; Eur. Suppl. 1093; τῆς χώρης στερισκόμενοι, Her. 4, 159; 7, 162; Thuc. 1, 73. 4, 106 u. öfter; Xen. Cyr. 7, 5, 63; ἀληθοῦς δόξης στερίσκεσθαι, Plat. Rep. III, 413 a; u. sonst oft; im praes. bei den Attikern gebräuchlicher als στερέω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
priver, spolier ; Pass. être privé de, gén..
Étymologie: στερέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στερίσκω zie στερέω.

Russian (Dvoretsky)

στερίσκω: (= στερέω) лишать (τινά τινος Her., Eur., Diod.): ἐν τῷ ἴσῳ στερισκόμενος Thuc. лишенный (гражданского) равноправия.

Greek Monolingual

Α
(δ. τ.) στερώστερίσκω τὴν ψυχὴν μου ἀπὸ ἀγαθωσύνης», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ενεστ. τ. τών στέρομαι / στερῶ με επίθημα -ίσχω, σχηματισμένος από τον μέλλ. στερήσω κατά το σχήμα εὑρίσκω: εὑρήσω.

Greek Monotonic

στερίσκω: = στερέω, μόνο σε ενεστ., αποστερώ, απογυμνώνω από κάτι, ξεγυμνώνω, ληστεύω, σε Ηρόδ., Αττ.

Greek (Liddell-Scott)

στερίσκω: Ἀττ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ στερέω, τινά τινος Θουκ. 2. 43, Διοδ., κλπ. - Παθ. μετὰ γεν., Εὐρ. Ἱκ. 1093, Ἀγάθων παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 2, 6, Θουκ. 1. 73., 2. 49, Πλάτ., κλπ.· ἀλλ’ ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 4. 159., 7. 162.

Middle Liddell

= στερέω only in pres.]
to deprive of a thing, Thuc.:—Pass. to be deprived of a thing, Hdt., attic