σύγκλεισις: Difference between revisions
ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ → So then pay to Caesar what belongs to Caesar, and to God what belongs to God! (Matthew 22:21)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> fermeture d'un corps dont les parties se rapprochent ; ligne <i>ou</i> masse de troupes impénétrable;<br /><b>2</b> [[αἱ]] συγκλείσεις défilé resserré.<br />'''Étymologie:''' [[συγκλείω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> fermeture d'un corps dont les parties se rapprochent ; ligne <i>ou</i> masse de troupes impénétrable;<br /><b>2</b> [[αἱ]] συγκλείσεις défilé resserré.<br />'''Étymologie:''' [[συγκλείω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σύγκλεισις -εως, ἡ, Att. ook ξύνκλῃσις en σύγκλῃσις [συγκλείω] aaneensluiting. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύγκλεισις:''' староатт. ξύγκλῃσις, εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[запирание]], [[смыкание]] (συναφὴ καὶ σ. Arst.): ἡ [[πυκνότης]] τῆς ξυγκλῄσεως Thuc. плотность сомкнутых рядов;<br /><b class="num">2)</b> pl. [[узкий проход]], [[ущелье]], [[ложбина]] Polyb., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύγκλεισις:''' αρχ. Αττ. ξύγκλῃσις, -εως, ἡ ([[συγκλείω]]),<br /><b class="num">I.</b> ερμητικό [[κλείσιμο]], [[αποκλεισμός]], [[πύκνωση]] (λέγεται για [[παράταξη]] μάχης ή [[μάχη]]), σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> στενό [[πέρασμα]], [[δίοδος]] [[στενή]], [[κλεισούρα]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''σύγκλεισις:''' αρχ. Αττ. ξύγκλῃσις, -εως, ἡ ([[συγκλείω]]),<br /><b class="num">I.</b> ερμητικό [[κλείσιμο]], [[αποκλεισμός]], [[πύκνωση]] (λέγεται για [[παράταξη]] μάχης ή [[μάχη]]), σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> στενό [[πέρασμα]], [[δίοδος]] [[στενή]], [[κλεισούρα]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σύγκλεισις''': ἀρχ. Ἀττ. ξύκλῃσις, εως, ἡ· ([[συγκλείω]])· ― τὸ συγκλείειν, ἐπὶ σώματος μαχομένου), Θουκ. 5. 71· τῆς φάλαγγος ἡ ξ. Ἀρρ. Ἀν. Ἁλ. 1. 4· συγκλείσει κωλύειν τὴν δίοδον Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 36. ΙΙ. τὸ συγκλείεσθαι, ἀποκλείεσθαι, ἀποκλεισμός, σύγκλεισιν ἔχειν, συγκεκλεῖσθαι, Ἱππ. 310, ἴδε Föes.· ἰσχυράν... τὴν ξ. αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται, στενῶς πρὸς ἄλληλα [[εἶναι]] συγκεκλεισμένα, Πλάτ. Τίμ. 81B· συναφῆς καὶ συγκλείσεως [[χάριν]] Ἀριστ. περὶ Πνευμ. 7. 3. 2) συγκλείσεις, στεναὶ δίοδοι, «κλεισοῦραι», Πολύβ. 5. 44, 7, Πλουτ. Κάμιλλ. 41 (Reiske καὶ Schäfe, συγκλίσεις ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ [[συγκλινίαι]]). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σύγκλεισις]], ολδ αττιξ ξύγκλῃσις, εως, [[συγκλείω]]<br /><b class="num">I.</b> a shutting up, [[closing]] up (of a [[line]] of [[battle]]), Thuc.<br /><b class="num">II.</b> a [[narrow]] [[pass]], [[defile]], Plut. | |mdlsjtxt=[[σύγκλεισις]], ολδ αττιξ ξύγκλῃσις, εως, [[συγκλείω]]<br /><b class="num">I.</b> a shutting up, [[closing]] up (of a [[line]] of [[battle]]), Thuc.<br /><b class="num">II.</b> a [[narrow]] [[pass]], [[defile]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:35, 2 October 2022
English (LSJ)
old Att. ξύγκλῃσις, εως, ἡ: (συγκλείω):—A shutting up, closing up (of a line of battle), Th.5.71; τῆς φάλαγγος ἡ σ. Arr.An.1.4.3; συγκλείσει κωλύειν τὴν δίοδον Thphr.Od.36. 2 locking up, safe storage, σίτου PLond.2.237.21 (iv A.D.). II a being closed, ἰσχυρὰν . . τὴν σ. αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται has them closely locked together, Pl.Ti.81b, cf. Hp.Loc.Hom.6; ἐπὶ συναφῆς καὶ συγκλείσεως χάριν Arist.Spir.484b22; locking of shields in χελώνη, Arr.Tact.11.6. 2 συγκλείσεις narrow passes, defiles, Plb.5.44.7, v.l. for συγκλίσεις in Plu.Cam.41.
German (Pape)
[Seite 968] ἡ, das Zusammenschließen, die Verbindung, ἰσχυρὰν τὴν ξύγκλεισιν αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται, Plat. Tim. 81 b; – αἱ συγκλείσεις, Engpässe, Plut. Camill. 41; Pol. 5, 44, 7 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 fermeture d'un corps dont les parties se rapprochent ; ligne ou masse de troupes impénétrable;
2 αἱ συγκλείσεις défilé resserré.
Étymologie: συγκλείω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύγκλεισις -εως, ἡ, Att. ook ξύνκλῃσις en σύγκλῃσις [συγκλείω] aaneensluiting.
Russian (Dvoretsky)
σύγκλεισις: староатт. ξύγκλῃσις, εως ἡ
1) запирание, смыкание (συναφὴ καὶ σ. Arst.): ἡ πυκνότης τῆς ξυγκλῄσεως Thuc. плотность сомкнутых рядов;
2) pl. узкий проход, ущелье, ложбина Polyb., Plut.
Greek Monotonic
σύγκλεισις: αρχ. Αττ. ξύγκλῃσις, -εως, ἡ (συγκλείω),
I. ερμητικό κλείσιμο, αποκλεισμός, πύκνωση (λέγεται για παράταξη μάχης ή μάχη), σε Θουκ.
II. στενό πέρασμα, δίοδος στενή, κλεισούρα, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκλεισις: ἀρχ. Ἀττ. ξύκλῃσις, εως, ἡ· (συγκλείω)· ― τὸ συγκλείειν, ἐπὶ σώματος μαχομένου), Θουκ. 5. 71· τῆς φάλαγγος ἡ ξ. Ἀρρ. Ἀν. Ἁλ. 1. 4· συγκλείσει κωλύειν τὴν δίοδον Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 36. ΙΙ. τὸ συγκλείεσθαι, ἀποκλείεσθαι, ἀποκλεισμός, σύγκλεισιν ἔχειν, συγκεκλεῖσθαι, Ἱππ. 310, ἴδε Föes.· ἰσχυράν... τὴν ξ. αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται, στενῶς πρὸς ἄλληλα εἶναι συγκεκλεισμένα, Πλάτ. Τίμ. 81B· συναφῆς καὶ συγκλείσεως χάριν Ἀριστ. περὶ Πνευμ. 7. 3. 2) συγκλείσεις, στεναὶ δίοδοι, «κλεισοῦραι», Πολύβ. 5. 44, 7, Πλουτ. Κάμιλλ. 41 (Reiske καὶ Schäfe, συγκλίσεις ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ συγκλινίαι).
Middle Liddell
σύγκλεισις, ολδ αττιξ ξύγκλῃσις, εως, συγκλείω
I. a shutting up, closing up (of a line of battle), Thuc.
II. a narrow pass, defile, Plut.