ταμίευμα: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />répartition de la dépense du ménage, administration domestique.<br />'''Étymologie:''' [[ταμιεύω]].
|btext=ατος (τό) :<br />répartition de la dépense du ménage, administration domestique.<br />'''Étymologie:''' [[ταμιεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ταμίευμα:''' ατος τό только pl.<br /><b class="num">1)</b> [[запасы]] Diod.;<br /><b class="num">2)</b> [[ведение хозяйства]] Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰμίευμα:''' -ατος, τό, = [[ταμιεία]], σε Ξεν.
|lsmtext='''τᾰμίευμα:''' -ατος, τό, = [[ταμιεία]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ταμίευμα:''' ατος τό только pl.<br /><b class="num">1)</b> [[запасы]] Diod.;<br /><b class="num">2)</b> [[ведение хозяйства]] Xen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰμίευμα, ατος, τό, = [[ταμιεία]], Xen.]
|mdlsjtxt=τᾰμίευμα, ατος, τό, = [[ταμιεία]], Xen.]
}}
}}

Revision as of 16:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰμῐευμα Medium diacritics: ταμίευμα Low diacritics: ταμίευμα Capitals: ΤΑΜΙΕΥΜΑ
Transliteration A: tamíeuma Transliteration B: tamieuma Transliteration C: tamievma Beta Code: tami/euma

English (LSJ)

ατος, τό, in plural, stores, supplies, DS. 3.16. = ταμίευσις (economy, fiscatio, proscriptio) 1, X. Oec. 3.15.

German (Pape)

[Seite 1066] τό, das was Einer zu verwalten hat, der Vorrath; D. Sic. 3, 16 u. a. Sp.; auch = Folgdm, δαπανᾶται τὰ πλεῖστα διὰ τῶν τῆς γυναικὸς ταμιευμάτων, Xen. Oec. 3, 15.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
répartition de la dépense du ménage, administration domestique.
Étymologie: ταμιεύω.

Russian (Dvoretsky)

ταμίευμα: ατος τό только pl.
1) запасы Diod.;
2) ведение хозяйства Xen.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰμίευμα: τό, ὅ,τι οἰκονομεῖ τις, αἱ τροφαί, ζωοτροφίαι, Διόδ. 3. 16. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., Ξεν. Οἰκ. 3, 15.

Greek Monolingual

το, ΝΑ ταμιεύω
νεοελλ.
ποσό που έχει εισπραχθεί και βρίσκεται στο ταμείο
αρχ.
1. αποταμίευμα, προμήθεια, παρακαταθήκη
2. οικονομική διαχείριση, ταμίευση («δαπανᾱται... διὰ τῶν τῆς γυναικός ταμιευμάτων τὰ πλεῖστα», Ξεν.).

Greek Monotonic

τᾰμίευμα: -ατος, τό, = ταμιεία, σε Ξεν.

Middle Liddell

τᾰμίευμα, ατος, τό, = ταμιεία, Xen.]