τριπόθητος: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ος, ον :<br />trois fois désiré.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[ποθέω]]. | |btext=ος, ον :<br />trois fois désiré.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[ποθέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=τρι-πόθητος -ον driewerf gewenst, hevig gewenst. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῐπόθητος:''' [[трижды вожделенный]], [[долгожданный]] Luc. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''τρῐπόθητος:''' Δωρ. τριπόθᾱτος, -ον, [[τρεις]] φορές (δηλ. [[πολύ]]) [[ποθητός]], εξαιρετικά [[επιθυμητός]], σε Βίωνα, Μόσχ. | |lsmtext='''τρῐπόθητος:''' Δωρ. τριπόθᾱτος, -ον, [[τρεις]] φορές (δηλ. [[πολύ]]) [[ποθητός]], εξαιρετικά [[επιθυμητός]], σε Βίωνα, Μόσχ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''τρῐπόθητος''': Δωρ. -ᾱτος, ον, ὁ τρὶς (δηλ. πολὺ) [[ποθητός]], ἐπιθυμητός, ὦ τριπόθατε Βίων 1. 58, Μόσχ. 3. 51· [[εἶαρ]] τρ. Βίων 3 (6)· 15· τρ. [[Ἄδωνις]] Ὕμν. παρ’ Ἱππολ. (Ὠριγέν.) 5. 9· [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, [[οἷον]] Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστο. Συγγρ. 31, κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τρῐπόθητος, δοριξ τρῐπόθᾱτος, ον,<br />[[thrice]] (i. e. [[much]])longed for, [[Bion]]., Mosch. | |mdlsjtxt=τρῐπόθητος, δοριξ τρῐπόθᾱτος, ον,<br />[[thrice]] (i. e. [[much]])longed for, [[Bion]]., Mosch. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 2 October 2022
English (LSJ)
Dor. -ᾱτος (s.v.l.), ον, thrice (i. e. much) longed for, ὦ τριπόθατε Bion 1.58, cf. Mosch.3.51; εἶαρ τ. Bion Fr.15.15; τ. Ἄδωνις Hymn. ap. Hippol.Haer.5.9; also in late Prose, as Luc.Hist.Conscr. 31, etc.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
trois fois désiré.
Étymologie: τρίς, ποθέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρι-πόθητος -ον driewerf gewenst, hevig gewenst.
Russian (Dvoretsky)
τρῐπόθητος: трижды вожделенный, долгожданный Luc.
Greek Monolingual
-η, -ο / τριπόθητος, -ον, ΝΜΑ, και τρισπόθητος ΝΜ, και δωρ. τ. τριπόθατος, -ον, Α
πάρα πολύ ποθητός (α. «τρισπόθητη λευτεριά» β. «θνάσκεις, ὦ τριπόθατε, πόθος δέ μοι ὡς ὄναρ ἔπτα», Βίων
γ. «τὴν τριπόθητον εὐδαιμονίαν κτησάμενος», Λουκιαν.)
μσν.
1. εκείνος τον οποίο αξίζει να ποθεί κάποιος, ο αξιαγάπητος («τῆς τριποθήτου στερηθῆναι ζωῆς», Ευσ.)
2. (για νεκρό) ο πολυαγαπημένος, ο αλησμόνητος («τὸ τριπόθητον ὄνομα Παμφίλου», Ευσ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που αναμένεται με ανυπομονησία, του οποίου τον ερχομό με χαρά αναμένει κανείς («τὸν τριπόθητον τῆς ἀναστάσεως σημαίνειν καιρόν», Κύριλλ.).
επίρρ...
τριποθήτως Μ
1. με έντονο πόθο
2. με μεγάλη προθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ποθητός (< ποθῶ)].
Greek Monotonic
τρῐπόθητος: Δωρ. τριπόθᾱτος, -ον, τρεις φορές (δηλ. πολύ) ποθητός, εξαιρετικά επιθυμητός, σε Βίωνα, Μόσχ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπόθητος: Δωρ. -ᾱτος, ον, ὁ τρὶς (δηλ. πολὺ) ποθητός, ἐπιθυμητός, ὦ τριπόθατε Βίων 1. 58, Μόσχ. 3. 51· εἶαρ τρ. Βίων 3 (6)· 15· τρ. Ἄδωνις Ὕμν. παρ’ Ἱππολ. (Ὠριγέν.) 5. 9· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, οἷον Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστο. Συγγρ. 31, κλπ.
Middle Liddell
τρῐπόθητος, δοριξ τρῐπόθᾱτος, ον,
thrice (i. e. much)longed for, Bion., Mosch.