φθινάς: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui fait dépérir, qui consume.<br />'''Étymologie:''' [[φθίνω]].
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui fait dépérir, qui consume.<br />'''Étymologie:''' [[φθίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φθῐνάς:''' άδος (ᾰ) adj. f [[φθίνω]]<br /><b class="num">1)</b> [[близящийся к концу]], [[склоняющийся к закату]] ([[ἁμέρα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[губительный]] ([[νόσος]] Soph., Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φθῐνάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[φθίνω]])·<br /><b class="num">I.</b> αμτβ., [[ελάττωση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που επιφέρει [[παρακμή]] ή [[πτώση]], σε Σοφ.
|lsmtext='''φθῐνάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[φθίνω]])·<br /><b class="num">I.</b> αμτβ., [[ελάττωση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που επιφέρει [[παρακμή]] ή [[πτώση]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''φθῐνάς:''' άδος (ᾰ) adj. f [[φθίνω]]<br /><b class="num">1)</b> [[близящийся к концу]], [[склоняющийся к закату]] ([[ἁμέρα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[губительный]] ([[νόσος]] Soph., Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φθῐνάς, άδος, [[φθίνω]]<br /><b class="num">I.</b> intr. waning, Eur.<br /><b class="num">II.</b> act. causing to [[decline]], [[wasting]], Soph.
|mdlsjtxt=φθῐνάς, άδος, [[φθίνω]]<br /><b class="num">I.</b> intr. waning, Eur.<br /><b class="num">II.</b> act. causing to [[decline]], [[wasting]], Soph.
}}
}}

Revision as of 16:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθῐνάς Medium diacritics: φθινάς Low diacritics: φθινάς Capitals: ΦΘΙΝΑΣ
Transliteration A: phthinás Transliteration B: phthinas Transliteration C: fthinas Beta Code: fqina/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (φθίνω) intr., A wasting, waning, μηνῶν φ. ἁμέρα E.Heracl.779 (lyr.); φ. ὥρα Heraclit.All.71; ἕως διχοτόμου φθινάδος Str.3.5.8. II Act., wasting, νόσοι S.Ant.819 (anap.); τηκεδόνες Ph. 2.432; φ. νόσος, technically, consumption, = φθίσις, Hp.Gland.14 (pl.), Paus.5.26.5; and without νόσος, Hp.Mul.1.2; also; = empyema, Ruf.Ren.Ves.2.36.

German (Pape)

[Seite 1271] άδος, ἡ, 1) intr., abnehmend, schwindend, zu Ende gehend, σελήνη, ἡμέρα u. vgl., φθινὰς μηνῶν ὰμέρα Eur. Heracl. 779. – 2) akt., abnehmen od. schwinden machend, verzehrend, νόσος, die Auszehrung, die Schwindsucht; Hippocr.; Plut. Galb. 17; allgemeiner, οὔτε φθινάσιν πληγεῖσα νόσοις Soph. Ant. 813. S. das Vor.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
qui fait dépérir, qui consume.
Étymologie: φθίνω.

Russian (Dvoretsky)

φθῐνάς: άδος (ᾰ) adj. f φθίνω
1) близящийся к концу, склоняющийся к закату (ἁμέρα Eur.);
2) губительный (νόσος Soph., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

φθῐνάς: -άδος, ἡ, (φθίνω) ἀμεταβ., ἡ φθίνουσα, ἡ ἐλαττουμένη ἢ πρὸς τὸ τέλος ἐγγίζουσα, μηνῶν φ. ἡμέρα Εὐρ. Ἡρακλ. 779· φ. ὥρα Ἡρακλ. Ἀλληγ. σ. 71· ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων κατάπτωσιν, ἐλάττωσιν, φθοράν, φθ. νόσοι Σοφ. Ἀντιγόνη 819· φθ. νόσος, ὡς τεχνικὸς ὅρος, = φθίσις, Ἱππ. 273. 9, Παυσ.· καὶ ἄνευ τοῦ νόσος, Ἱππ. Ἀφορ. 1247· πρβλ. φθινώδης.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
1. αυτή που φθίνει, που ελαττώνεται σταδιακά ή που φτάνει προς το τέρμαοὐδέ λάθει μηνῶν φθινὰς ἁμέρα», Ευρ.)
2. (με ενεργ. σημ.) αυτή που επιφέρει ελάττωση ή φθορά ή και εξαφάνιση
3. α) (σε συνεκφορά με τη λ. νόσος) φθίση, φυματίωση
β) (χωρίς τη λ. νόσος) συγκέντρωση πύου σε ένα εξωτερικό ή εσωτερικό σημείο του σώματος, εμπύημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθιν- του ρ. φθίνω + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. ἰκμ-άς, ψεκ-άς)].

Greek Monotonic

φθῐνάς: -άδος, ἡ (φθίνω
I. αμτβ., ελάττωση, σε Ευρ.
II. Ενεργ., αυτός που επιφέρει παρακμή ή πτώση, σε Σοφ.

Middle Liddell

φθῐνάς, άδος, φθίνω
I. intr. waning, Eur.
II. act. causing to decline, wasting, Soph.