χαλκεομήστωρ: Difference between revisions
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οροσ (ὁ) :<br />à la volonté d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[μήδομαι]]. | |btext=οροσ (ὁ) :<br />à la volonté d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[μήδομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χαλκεομήστωρ:''' ορος adj. с несокрушимой волей, непреклонный (Eur. - [[varia lectio|v.l.]] к [[χαλκεομίτωρ]]). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χαλκεομήστωρ:''' -ορος, ὁ, αυτός που έχει [[πείρα]] στα όπλα, σε Ευρ. | |lsmtext='''χαλκεομήστωρ:''' -ορος, ὁ, αυτός που έχει [[πείρα]] στα όπλα, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[skilled]] in [[arms]], Eur. | |mdlsjtxt=[[skilled]] in [[arms]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ορος, ὁ, skilled in arms, χαλκεομήστορος Ἕκτορος, restored by Burges in E.Tr.271 (lyr.) from Hsch. (χαλκεομίστωρ· ἰσχυροφόρος, i. e. χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος).
French (Bailly abrégé)
οροσ (ὁ) :
à la volonté d'airain.
Étymologie: χαλκός, μήδομαι.
Russian (Dvoretsky)
χαλκεομήστωρ: ορος adj. с несокрушимой волей, непреклонный (Eur. - v.l. к χαλκεομίτωρ).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκεομήστωρ: ὁ, πεπειραμένος εἰς τὰ ὅπλα, χαλκεομήστορος Ἕκτορος, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Burges ἐν Εὐρ. Τρῳ. 271, ἐκ τοῦ Ἡσυχ. (παρ’ ᾧ φέρεται «χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος»)· τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι χακλεομίτορος· ― πρβλ. δοριμήστωρ ἐντεσιμήστωρ.
Greek Monolingual
-ορός, ὁ, Α
1. ο έμπειρος στα χάλκινα όπλα
2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλκεομήστορος
ἰσχυρόφρονος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + -μήστωρ (< μήστωρ < μήδομαι «σκέπτομαι, συλλογίζομαι»), πρβλ. δορι-μήστωρ, θεο-μήστωρ.
Greek Monotonic
χαλκεομήστωρ: -ορος, ὁ, αυτός που έχει πείρα στα όπλα, σε Ευρ.