ἀκόρητος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />malpropre, non nettoyé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κορέω]]¹.<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />[[insatiable]] de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κορέννυμι]].
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />malpropre, non nettoyé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κορέω]]¹.<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />[[insatiable]] de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κορέννυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκόρητος:''' [[не могущий насытиться]] (τινος Hom., HH, Hes.).<br />неопрятный, грязный ([[βίος]] Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκόρητος:''' -ον ([[κορέννυμι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[αχόρταγος]], [[άπληστος]] σε ή με [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ([[κορέω]]), [[ασκούπιστος]], μη [[ξέχειλος]], μη γεμισμένος έως πάνω, [[αδιακόσμητος]], [[αστόλιστος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀκόρητος:''' -ον ([[κορέννυμι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[αχόρταγος]], [[άπληστος]] σε ή με [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ([[κορέω]]), [[ασκούπιστος]], μη [[ξέχειλος]], μη γεμισμένος έως πάνω, [[αδιακόσμητος]], [[αστόλιστος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκόρητος:''' [[не могущий насытиться]] (τινος Hom., HH, Hes.).<br />неопрятный, грязный ([[βίος]] Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κορέννυμι]]<br /><b class="num">I.</b> [[insatiate]], [[unsated]] in or with a [[thing]], c. gen., Il.<br /><b class="num">II.</b> ([[κορέω]]) [[unswept]], [[ungrimmed]], [[ungarnished]], Ar.
|mdlsjtxt=[[κορέννυμι]]<br /><b class="num">I.</b> [[insatiate]], [[unsated]] in or with a [[thing]], c. gen., Il.<br /><b class="num">II.</b> ([[κορέω]]) [[unswept]], [[ungrimmed]], [[ungarnished]], Ar.
}}
}}

Revision as of 17:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόρητος Medium diacritics: ἀκόρητος Low diacritics: ακόρητος Capitals: ΑΚΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: akórētos Transliteration B: akorētos Transliteration C: akoritos Beta Code: a)ko/rhtos

English (LSJ)

ον,
A insatiate, unsated, c. gen., πολέμου, μάχης, ἀπειλάων, Il.12.335, 20.2, 14.479 (not in Od.), cf. Hes.Sc.346; προκάδων h.Ven.71.
II (κόρις) undisturbed by bugs, Ar.Nu.44 (wrongly expl. by Sch. and Phot.p.63 R. as unswept).

Spanish (DGE)

-ον
insaciable, que no se harta de pers. c. gen. μόθου Il.7.117, πολέμου Il.12.335, cf. Il.20.2, μάχης Col.Memn.62.6 (II d.C.?), ἀϋτῆς Il.13.621, Hes.Sc.346, 433, 459, ἀπειλάων Il.14.479, ὑμεναίων Musae.285, ζήλοιό τ' ἐπισμυγερῶς ἀκόρητοι insaciables en sus celos para su propia ruina A.R.1.616, ἀ. ὑσμίνης Nonn.D.32.166, ἱπποσύνης Nonn.D.37.171, δαίμων ... κακῶν θρήνων IGBulg.12.220.5 (Odesos I/II d.C.)
de un charlatán τῇ ἀκορήτῳ γλώσσῃ Gr.Nyss.Eun.2.447, de anim. παρδάλιες ... προκάδων ἀκόρητοι h.Ven.71, de cosas οἶστρος Nonn.D.48.552.
-ον
no acicalado, no refinado, ἄγροικος ... βίος ... ἀκόρητος Ar.Nu.44
del estilo no pulido Gr.Naz.Ep.51.5.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
malpropre, non nettoyé.
Étymologie: , κορέω¹.
2ος, ον :
insatiable de, gén..
Étymologie: , κορέννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀκόρητος: не могущий насытиться (τινος Hom., HH, Hes.).
неопрятный, грязный (βίος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόρητος: -ον, (κορέννυμι) = ἀκόρεστος, ἀχόρταστος, μ. γεν., πολέμου, μάχης, ἀπειλάων, Ἰλ. Μ. 335., Υ. 2., Ξ. 479 (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ., πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. 346· προκάδων, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 71· πρβλ. ἀκόρεστος. ΙΙ. (κορέω) ὁ μὴ σαρωθείς, μὴ καλλωπισθείς, Ἀριστοφ. Νεφ. 44.

English (Autenrieth)

(κορέννῦμι): insatiate, w. gen.

Greek Monolingual

(I)
ἀκόρητος, -ον (Α) κορέννυμι
1. ο ακόρεστος
«Ἄρης ἀκόρητος αὐτῆς» (Ησίοδος)
2. ασκούπιστος, ακαλλώπιστος.
(II)
ἀκόρητος, -ον (Α) κόρις
αυτός που δεν τον ενόχλησαν οι κοριοί.

Greek Monotonic

ἀκόρητος: -ον (κορέννυμι),
I. αχόρταγος, άπληστος σε ή με κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
II. (κορέω), ασκούπιστος, μη ξέχειλος, μη γεμισμένος έως πάνω, αδιακόσμητος, αστόλιστος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

κορέννυμι
I. insatiate, unsated in or with a thing, c. gen., Il.
II. (κορέω) unswept, ungrimmed, ungarnished, Ar.