ἀμάχητος: Difference between revisions
κακῷ δέ τῳ προσεικάζω τάδε → I think this looks like mischief, these things sound ominous to me, these things sound evil to me, I consider these things ominous, I liken these things to something bad
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> contre qui l'on ne peut pas lutter;<br /><b>2</b> qui n’a pas encore combattu.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μάχομαι]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> contre qui l'on ne peut pas lutter;<br /><b>2</b> qui n’a pas encore combattu.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μάχομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμάχητος:''' (μᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[неодолимый]], [[непобедимый]] ([[θεῶν]] βέλη Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[не принимавший]] (еще) участия в бою (σύμμαχοι Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμάχητος:''' -ον ([[μάχομαι]]),<br /><b class="num">I.</b>αυτός τον οποίο δεν μπορεί να αντιπαλέψει [[κάποιος]], [[ακαταμάχητος]], [[ακυρίευτος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν έχει παλέψει, δεν έχει αναμιχθεί στη [[μάχη]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀμάχητος:''' -ον ([[μάχομαι]]),<br /><b class="num">I.</b>αυτός τον οποίο δεν μπορεί να αντιπαλέψει [[κάποιος]], [[ακαταμάχητος]], [[ακυρίευτος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν έχει παλέψει, δεν έχει αναμιχθεί στη [[μάχη]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μάχομαι]]<br /><b class="num">I.</b> not to be fought with, [[unconquerable]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> not having fought, not having been in [[battle]], Xen. | |mdlsjtxt=[[μάχομαι]]<br /><b class="num">I.</b> not to be fought with, [[unconquerable]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> not having fought, not having been in [[battle]], Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A not to be fought with, unconquerable, S.Ph.198 (lyr.). II not having fought, not having been in battle, X.Cyr.6.4.14; ἀ. ὄλεθρος destruction without fighting, Lys.Fr.71.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰμᾰ-]
I irresistible τὰ θεῶν ἀμάχητα βέλη S.Ph.198, κέρδος Simon.36.9, ἄνεμος POxy.1482.6 (II d.C.).
II 1que no lucha, que no entra en batalla de pers., X.Cyr.6.4.14.
2 de cosas que sucede sin resistencia o lucha ὄλεθρος Lys.Fr.2.
German (Pape)
[Seite 117] 1) unbezwinglich, θεῶν βέλη Soph Phil. 198. – 2) der noch nicht in die Schlacht gekommen ist, Xen. Cyr. 6, 4, 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 contre qui l'on ne peut pas lutter;
2 qui n’a pas encore combattu.
Étymologie: ἀ, μάχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀμάχητος: (μᾰ)
1) неодолимый, непобедимый (θεῶν βέλη Soph.);
2) не принимавший (еще) участия в бою (σύμμαχοι Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμάχητος: -ον, ἀπροσμάχητος, ἀἠττητος, Σοφ. Φ. 198. ΙΙ. ὁ μὴ λαβὼν μέρος εἰς μάχην, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 14‧ ἀμ. ὄλεθρος, καταστροφὴ ἄνευ μάχης, Λυσ. (;) Ἀποσπ. 99‧ πρβλ. ἄμαχος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμάχητος, -ον)
νεοελλ.
αδιάσειστος, ατράνταχτος (για επιχειρήματα, τεκμήρια)
αρχ.
1. ακαταμάχητος, ακαταγώνιστος
2. αυτός που δεν πήρε ακόμη μέρος σε μάχη
3. ο δίχως μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + μαχητός < μά-χομαι.
ΠΑΡ. αμαχητί].
Greek Monotonic
ἀμάχητος: -ον (μάχομαι),
I.αυτός τον οποίο δεν μπορεί να αντιπαλέψει κάποιος, ακαταμάχητος, ακυρίευτος, σε Σοφ.
II. αυτός που δεν έχει παλέψει, δεν έχει αναμιχθεί στη μάχη, σε Ξεν.
Middle Liddell
μάχομαι
I. not to be fought with, unconquerable, Soph.
II. not having fought, not having been in battle, Xen.