ἀπαιθριάζω: Difference between revisions

From LSJ

μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε → let neither art nor craft induce you to condemn those men

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> rendre serein;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> être limpide.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[αἴθριος]].
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> rendre serein;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> être limpide.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[αἴθριος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαιθριάζω:''' [[прояснять]]: ἀ. τὰς νεφέλας Arph. рассеивать тучи.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαιθριάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[αἰθρία]]), [[απομακρύνω]] τα σύννεφα από τον ουρανό, [[καθαρίζω]] τον ουρανό από τα σύννεφα, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀπαιθριάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[αἰθρία]]), [[απομακρύνω]] τα σύννεφα από τον ουρανό, [[καθαρίζω]] τον ουρανό από τα σύννεφα, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαιθριάζω:''' [[прояснять]]: ἀ. τὰς νεφέλας Arph. рассеивать тучи.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[αἰθρία]]<br />to [[clear]] [[away]] clouds from the sky, Ar.
|mdlsjtxt=[[αἰθρία]]<br />to [[clear]] [[away]] clouds from the sky, Ar.
}}
}}

Revision as of 18:12, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαιθριάζω Medium diacritics: ἀπαιθριάζω Low diacritics: απαιθριάζω Capitals: ΑΠΑΙΘΡΙΑΖΩ
Transliteration A: apaithriázō Transliteration B: apaithriazō Transliteration C: apaithriazo Beta Code: a)paiqria/zw

English (LSJ)

A expose to the air, air, Hp.Morb.3.17:—Pass., Herod. Med. ap. Orib.5.30.33. 2 ἀ. τὰς νεφέλας clear away the clouds, Ar. Av.1502. 3 intr., clear up, grow fine, of weather, Lib.Or.11.215: metaph., M.Ant.2.4.

Spanish (DGE)

1 airear, exponer al sereno un medicamento, Hp.Morb.3.17, agua, Herod.Med. en Orib.5.30.33.
2 despejar τὰς νεφέλας Ar.Au.1502
abs. del tiempo aclarar Lib.Or.11.215
fig. en aor. tem. serenarse M.Ant.2.4.

German (Pape)

[Seite 275] 1) der freien Luft aussetzen, abkühlen, Hippocr. – 2) aufklären, νεφέλας, die Wolken zertheilen, Ar. Av. 1502, Ggstz συννεφέω; übertr., M. Antonin. 2, 4.

French (Bailly abrégé)

1 tr. rendre serein;
2 intr. être limpide.
Étymologie: ἀπό, αἴθριος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαιθριάζω: прояснять: ἀ. τὰς νεφέλας Arph. рассеивать тучи.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιθριάζω: ἐκθέτω εἰς τὸν ἀέρα, ἀδιάνδου δραχμίδα ἐμβαλὼν ἀπαιθριάσας δίδου Ἱππ. 497. 15. 2) ἀπ. τὰς νεφέλας ἀπομακρύνω, ἀποδιώκω τὰ νέφη, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1502. 3) ἀμετάβ. ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως «ἀνοίγω» γίνομαι αἴθριος, ἀνέφελος, ὥστε ὁπότε ἀπαιθριάσειεν, ὥσπερ ἐκ μακροῦ πλοῦ σεσωσμένοι περιβάλλονται ἀλλήλοις Λιβάν. Ι. 343: - μεταφ. Μ. Ἀντων. 2, 4.

Greek Monolingual

ἀπαιθριάζω (Α)
1. εκθέτω στον αέρα, αερίζω
2. φρ. (για τον Δία) «ἀπαιθριάζει τὰς νεφέλας» — απομακρύνει, διώχνει τα σύννεφα
3. (αμτβ. -απρόσ.) γίνεται αιθρία, ξαστεριάζει.

Greek Monotonic

ἀπαιθριάζω: μέλ. -σω (αἰθρία), απομακρύνω τα σύννεφα από τον ουρανό, καθαρίζω τον ουρανό από τα σύννεφα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

αἰθρία
to clear away clouds from the sky, Ar.