ἐπιπόρπημα: Difference between revisions
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />vêtement agrafé sur l'épaule.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πόρπη]]. | |btext=ατος (τό) :<br />vêtement agrafé sur l'épaule.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πόρπη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιπόρπημα:''' дор. [[ἐπιπόρπωμα]], ατος τό платье, плащ (застегивавшиеся на плече пряжкой) Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιπόρπημα:''' Δωρ. -ᾱμα, -ατος, τό, [[κάθε]] [[ένδυμα]] που κουμπώνεται πάνω απ' τους ώμους, [[μανδύας]], [[κάπα]], [[πανωφόρι]], [[πέπλος]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἐπιπόρπημα:''' Δωρ. -ᾱμα, -ατος, τό, [[κάθε]] [[ένδυμα]] που κουμπώνεται πάνω απ' τους ώμους, [[μανδύας]], [[κάπα]], [[πανωφόρι]], [[πέπλος]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />any [[garment]] buckled [[over]] the shoulders, a [[mantle]], Plut. | |mdlsjtxt=<br />any [[garment]] buckled [[over]] the shoulders, a [[mantle]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 3 October 2022
English (LSJ)
Dor. ἐπιπόρπ-ᾱμα, ατος, τό, garment buckled over the shoulders, cloak, mantle, part of the dress of a musician, Pl.Com.10, App.Pun. 109.
German (Pape)
[Seite 972] τό, = ἐπιπόρπαμα, App. Pun. 8, 109.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vêtement agrafé sur l'épaule.
Étymologie: ἐπί, πόρπη.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπόρπημα: дор. ἐπιπόρπωμα, ατος τό платье, плащ (застегивавшиеся на плече пряжкой) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπόρπημα: Δωρ. -ᾱμα, τό, ὡς τὸ ἐμπερόνημα, πᾶν ἔνδυμα κομβωνόμενον ἐπὶ τῶν ὤμων, ἰδίως μανδύας, ἐνδυμασία κιθαρῳδοῦ, ὡς Πλάτων ὁ Κωμικ. ἐν «Ταῖς ἀφ’ ἱερῶν» 2, Πλουτ. Ἀλέξ. 32· πρβλ. περονατρίς.
Greek Monolingual
ἐπιπόρπημα, τὸ (Α) επιπορπούμαι
1. ένδυμα που πορπώνεται, στερεώνεται με πόρπη στους ώμους, επενδύτης, είδος πανωφοριού
2. μανδύας, ενδυμασία κιθαρωδού
3. στολίδι της πόρπης από χρυσό, άργυρο ή πολύτιμο λίθο.
Greek Monotonic
ἐπιπόρπημα: Δωρ. -ᾱμα, -ατος, τό, κάθε ένδυμα που κουμπώνεται πάνω απ' τους ώμους, μανδύας, κάπα, πανωφόρι, πέπλος, σε Πλούτ.