ἐπιμήκης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />un peu long, oblong, allongé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μῆκος]].
|btext=ης, ες:<br />un peu long, oblong, allongé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μῆκος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιμήκης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[удлиненный]], [[продолговатый]] (ψηφῖδες Democr. ap. Sext.);<br /><b class="num">2)</b> [[долгий]], [[продолжительный]] ([[νύξ]] Luc.): τῷ ἐπιμήκει τοῦ χρόνου Arst. с течением времени.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμήκης:''' -ες ([[μῆκος]]), [[επιμήκης]], [[μακρουλός]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐπιμήκης:''' -ες ([[μῆκος]]), [[επιμήκης]], [[μακρουλός]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιμήκης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[удлиненный]], [[продолговатый]] (ψηφῖδες Democr. ap. Sext.);<br /><b class="num">2)</b> [[долгий]], [[продолжительный]] ([[νύξ]] Luc.): τῷ ἐπιμήκει τοῦ χρόνου Arst. с течением времени.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπι-μήκης, ες [[μῆκος]]<br />longish, [[oblong]], Luc.
|mdlsjtxt=ἐπι-μήκης, ες [[μῆκος]]<br />longish, [[oblong]], Luc.
}}
}}

Revision as of 19:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμήκης Medium diacritics: ἐπιμήκης Low diacritics: επιμήκης Capitals: ΕΠΙΜΗΚΗΣ
Transliteration A: epimḗkēs Transliteration B: epimēkēs Transliteration C: epimikis Beta Code: e)pimh/khs

English (LSJ)

ες, A longish, oblong, Democr.164, Plb.1.22.6, Placit.4.19.3. 2. long, μάχαιραι, ταινία, App.Syr.32, Pun.95, cf. Arist.Mu. 393b5, Bito 52.3, v.l. in Hdt.7.36: Comp. -έστερος Dsc.1.7, Luc. DDeor.10.1; far-stretching, extensive, τόπος LXXBa.3.24; ἐ. ἐξ . . ἐπὶ . . extending from . . to... App.Ill.22; also of time, Vett.Val.344.5: Sup. -έστατος Hdn.8.1.5; irreg. ἐπιμήκιστος dub. in Ph.1.291.

German (Pape)

[Seite 962] ες, länglich, lang; Democr. Sext. Emp. adv. log. 1, 118; ἐπιμηκεστέραν γίγνεσθαι τὴν νύκτα Luc. D. D. 10, 1; Hdn. 7, 6, 3 u. öfter; Philo u. Alciphr. 1, 22 haben den unregelmäßig gebildeten superlat. ἐπιμήκιστα. Dagegen ἐπιμηκέστατος Hdn. 8, 1, 12.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
un peu long, oblong, allongé.
Étymologie: ἐπί, μῆκος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμήκης:
1) удлиненный, продолговатый (ψηφῖδες Democr. ap. Sext.);
2) долгий, продолжительный (νύξ Luc.): τῷ ἐπιμήκει τοῦ χρόνου Arst. с течением времени.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμήκης: -ες, ὡς καὶ νῦν, «μακρουλὸς» Δημόκρ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 117, Πλούτ. 2. 902D, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 10. 1· ὑπερθ. ἐπιμηκέστατος Ἡρῳδιαν. 8. 1· ἀνώμαλ. ἐπιμήκιστος Φίλων 1. 291.

Greek Monolingual

-ες (ΑΝ ἐπιμήκης, -ες) μήκος
αυτός του οποίου το μήκος είναι μεγαλύτερο από το πλάτος
αρχ.
1. εκτεταμένος, μεγάλος
2. (για ανάστημα) ψηλός
3. (το ουδ. συγκρ. ως επίρρ.) ἐπιμηκέστερον
για περισσότερο χρόνο.

Greek Monotonic

ἐπιμήκης: -ες (μῆκος), επιμήκης, μακρουλός, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἐπι-μήκης, ες μῆκος
longish, oblong, Luc.