ὁμόφοιτος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui va d'ordinaire avec ; qui accompagne, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[φοιτάω]].
|btext=ος, ον :<br />qui va d'ordinaire avec ; qui accompagne, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[φοιτάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόφοιτος:''' [[идущий рядом]], [[сопровождающий]], [[сопутствующий]] (τινος Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόφοιτος:''' -ον ([[φοιτάω]]), αυτός που πορεύεται προς το [[μέρος]] κάποιου άλλου, με γεν., σε Πίνδ.
|lsmtext='''ὁμόφοιτος:''' -ον ([[φοιτάω]]), αυτός που πορεύεται προς το [[μέρος]] κάποιου άλλου, με γεν., σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόφοιτος:''' [[идущий рядом]], [[сопровождающий]], [[сопутствующий]] (τινος Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὁμό-φοιτος, ον, [[φοιτάω]]<br />[[going]] by the [[side]] of [[another]], c. gen., Pind.
|mdlsjtxt=ὁμό-φοιτος, ον, [[φοιτάω]]<br />[[going]] by the [[side]] of [[another]], c. gen., Pind.
}}
}}

Revision as of 21:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόφοιτος Medium diacritics: ὁμόφοιτος Low diacritics: ομόφοιτος Capitals: ΟΜΟΦΟΙΤΟΣ
Transliteration A: homóphoitos Transliteration B: homophoitos Transliteration C: omofoitos Beta Code: o(mo/foitos

English (LSJ)

ον, going by the side of, τινος Pi.N.8.33 (cf. Phld.Acad.Ind.p.52 M.), Nonn.D.5.122, etc.

German (Pape)

[Seite 341] zusammengehend, der Begleiter, αἱμύλων μύθων, Pind. N. 8, 33.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui va d'ordinaire avec ; qui accompagne, gén..
Étymologie: ὁμός, φοιτάω.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόφοιτος: идущий рядом, сопровождающий, сопутствующий (τινος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόφοιτος: -ον, ὁ πλησίον τινὸς πορευόμενος, τινος Πινδ. Ν. 8. 56, Νόνν. Δ. 5. 122, κτλ.

English (Slater)

ὁμόφοιτος, -ον fellow traveller πάρφασις αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος (N. 8.33)

Greek Monolingual

ὁμόφοιτος, -ον (Α)
αυτός που πορεύεται μαζί με κάποιον, που συνοδεύει κάποιον, ο συνοδός, ο ακόλουθος («αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. πολύ-φοιτος].

Greek Monotonic

ὁμόφοιτος: -ον (φοιτάω), αυτός που πορεύεται προς το μέρος κάποιου άλλου, με γεν., σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὁμό-φοιτος, ον, φοιτάω
going by the side of another, c. gen., Pind.