ὀξύφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la voix aiguë, claire <i>ou</i> sonore.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[φωνή]].
|btext=ος, ον :<br />à la voix aiguë, claire <i>ou</i> sonore.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[φωνή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀξύφωνος:''' [[звонкий]] ([[ἀηδών]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀξύφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που έχει διαπεραστική [[φωνή]], [[φωνή]] που τρυπάει τα αφτιά, σε Σοφ.
|lsmtext='''ὀξύφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που έχει διαπεραστική [[φωνή]], [[φωνή]] που τρυπάει τα αφτιά, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀξύφωνος:''' [[звонкий]] ([[ἀηδών]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀξύ-φωνος, ον, [[φωνή]]<br />[[sharp]]-voiced, [[thrilling]], Soph.
|mdlsjtxt=ὀξύ-φωνος, ον, [[φωνή]]<br />[[sharp]]-voiced, [[thrilling]], Soph.
}}
}}

Revision as of 21:38, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠφωνος Medium diacritics: ὀξύφωνος Low diacritics: οξύφωνος Capitals: ΟΞΥΦΩΝΟΣ
Transliteration A: oxýphōnos Transliteration B: oxyphōnos Transliteration C: oksyfonos Beta Code: o)cu/fwnos

English (LSJ)

ον, shrillvoiced, piercing (cf. ὀξύς 11.3), Telest.5; of the nightingale, S.Tr.963 (lyr.), Babr.12.3; with high-pitched voice, γυναῖκες Alex.Aphr.Pr.1.97 : Comp. -ότερος Arist.HA538b13, GA787b9.

German (Pape)

[Seite 355] mit heller, hoher Stimme; ἀηδών, Soph. Trach. 959; Arist. physiogn. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix aiguë, claire ou sonore.
Étymologie: ὀξύς, φωνή.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύφωνος: звонкий (ἀηδών Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύφωνος: -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖαν, διαπεραστικὴν φωνήν, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος (πρβλ. ὀξὺς ΙΙ. 3), Τελέστ. 6, Σοφ. Τρ. 959· συγκρ. -ώτερος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 13, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 7, κἑξ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀξύφωνος, -ον)
αυτός που έχει οξεία, διαπεραστική φωνήὀξύφωνος ὡς ἀηδών», Σοφ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οξύφωνος
ο αοιδός που έχει ψιλή ανδρική φωνή, ο τενόρος, σε αντιδιαστολή προς τον βαρύτονο ή βαθύφωνο
αρχ.
αυτός που έχει λεπτή φωνή («τὰ θήλεα ὀξυφωνότερα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος].

Greek Monotonic

ὀξύφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει διαπεραστική φωνή, φωνή που τρυπάει τα αφτιά, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὀξύ-φωνος, ον, φωνή
sharp-voiced, thrilling, Soph.