ὑπεραλγής: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très pénible.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἄλγος]].
|btext=ής, ές :<br />très pénible.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἄλγος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεραλγής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[крайне мучительный]] ([[χόλος]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[тяжело страдающий]] (διά τι Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεραλγής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i>, υπερβολικά [[οδυνηρός]], [[θλιβερός]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ὑπεραλγής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i>, υπερβολικά [[οδυνηρός]], [[θλιβερός]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεραλγής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[крайне мучительный]] ([[χόλος]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[тяжело страдающий]] (διά τι Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπερ-αλγής, ές<br />[[exceeding]] [[grievous]], Soph.
|mdlsjtxt=ὑπερ-αλγής, ές<br />[[exceeding]] [[grievous]], Soph.
}}
}}

Revision as of 21:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεραλγής Medium diacritics: ὑπεραλγής Low diacritics: υπεραλγής Capitals: ΥΠΕΡΑΛΓΗΣ
Transliteration A: hyperalgḗs Transliteration B: hyperalgēs Transliteration C: yperalgis Beta Code: u(peralgh/s

English (LSJ)

ές, A exceedingly grievous, τὸν ὑ. χόλον S.El.176 (lyr.). 2 suffering excessively, Plb.3.79.12.

German (Pape)

[Seite 1190] ές, gen. έος, übermäßigen Schmerz empfindend; χόλος, Soph. El. 176; Pol. 3, 79, 12.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très pénible.
Étymologie: ὑπέρ, ἄλγος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεραλγής:
1) крайне мучительный (χόλος Soph.);
2) тяжело страдающий (διά τι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεραλγής: -ές, γεν. έος, ὑπερβαλλόντως ἀλγεινός, θλιβερός, τὸν ὑπ. χόλον Σοφ. Ἠλ. 176. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπεραλγῆ χόλον· ἄγαν ὀδυνηρόν, λυπηρόν». 2) ὁ πάσχων ἢ ἀλγῶν ὑπερβαλλόντως, πλήρης πόνου, Πολύβ. 3. 79, 12.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που προκαλεί έντονο άλγος, πολύ οδυνηρός
2. αυτός που νιώθει βαθιά οδύνη, που πονάει πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. ἐν-αλγής, περι-αλγής].

Greek Monotonic

ὑπεραλγής: -ές, γεν. -έος, υπερβολικά οδυνηρός, θλιβερός, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὑπερ-αλγής, ές
exceeding grievous, Soph.