προαναβάλλομαι: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "ὥςπερ" to "ὥσπερ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0706.png Seite 706]] (s. [[βάλλω]]), als Vorspiel oder im Vorspiel sagen; ἵνα ἅττ' ᾄσεται προαναβάληται, Ar. Pax 1267; | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0706.png Seite 706]] (s. [[βάλλω]]), als Vorspiel oder im Vorspiel sagen; ἵνα ἅττ' ᾄσεται προαναβάληται, Ar. Pax 1267; ὥσπερ χορὸς πρὸ τοῦ ἀγῶνος προαναβαλέσθαι, Isocr. 12, 39. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 07:30, 29 December 2022
English (LSJ)
Med., say or sing by way of prelude, Ar.Pax1267, Isoc.12.39.
German (Pape)
[Seite 706] (s. βάλλω), als Vorspiel oder im Vorspiel sagen; ἵνα ἅττ' ᾄσεται προαναβάληται, Ar. Pax 1267; ὥσπερ χορὸς πρὸ τοῦ ἀγῶνος προαναβαλέσθαι, Isocr. 12, 39.
French (Bailly abrégé)
préluder.
Étymologie: πρό, ἀναβάλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-αναβάλλομαι, med. een voorspel beginnen te spelen bij, preluderen op, met acc.: ἵνα ἅττ’ ᾄσεται προαναβάληται om het voorspel te beginnen van wat hij gaat zingen Aristoph. Pax 1267.
Russian (Dvoretsky)
προᾰνᾰβάλλομαι: говорить или петь в виде вступления (ὥσπερ χορὸς πρὸ ἀγῶνος Isocr.): ἅττ᾽ ᾄσεται, προαναβάληται Arph. он репетирует то, что собирается петь.
Greek Monolingual
Α
λέγω ή άδω σε προανάκρουσμα ή ως προανάκρουσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀναβάλλομαι «αρχίζω μέλος»].
Greek Monotonic
προαναβάλλομαι: αόρ. βʹ -εβᾰλόμην, Μέσ., μιλάω ή τραγουδώ εν είδει προανακρούσματος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
προαναβάλλομαι: μέσ., λέγω ἢ ᾄδω ἐν εἴδει προανακρούσματος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1267, Ἰσοκρ. 240D.