διατινάσσω: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διατῐνάσσω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[расшатывать]], [[разносить в щепы]] ([[σχεδίην]] Hom. - in tmesi; μέλαθρα διατινάξεται Eur.; πάντα χαλάσει διατιναχθέντα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[качать]], [[мотать]] ([[κάρα]] [[ἄνω]] [[κάτω]] Eur.).
|elrutext='''διατῐνάσσω:'''<br /><b class="num">1</b> [[расшатывать]], [[разносить в щепы]] ([[σχεδίην]] Hom. - in tmesi; μέλαθρα διατινάξεται Eur.; πάντα χαλάσει διατιναχθέντα Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[качать]], [[мотать]] ([[κάρα]] [[ἄνω]] [[κάτω]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:25, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατῐνάσσω Medium diacritics: διατινάσσω Low diacritics: διατινάσσω Capitals: ΔΙΑΤΙΝΑΣΣΩ
Transliteration A: diatinássō Transliteration B: diatinassō Transliteration C: diatinasso Beta Code: diatina/ssw

English (LSJ)

A shake asunder, shake to pieces, ἐπὴν σχεδίην… διὰ κῦμα τινάξῃ Od.5.363; τὰ δώματα E.Ba.606: fut. Med. in pass. sense, ib.587 (lyr.). II shake violently, κάρα δ. ἄνω κάτω Id.IT282; shake out, στρώματα Hierocl.p.63A.

Spanish (DGE)

(διατῐνάσσω) 1 tr. en v. act. sacudir violentamente hasta deshacer, hacer tambalearse ἐπὴν σχεδίην ... διὰ κῦμα τινάξῃ Od.5.363 (tm.), δῶμα E.Ba.606, en v. pas. τὰ Πενθέως μέλαθρα διατινάξεται el palacio de Penteo será destruido E.Ba.587
gener. agitar, sacudir κάρα ... ἄνω κάτω E.IT 282, στρώματα Hierocl.Exc.63.20, cf. Aristo Phil.13.3, Alciphr.4.19.2, Heb.Ib.16.12, en v. pas. πάντα χαλάσει διατιναχθέντα Plu.2.321e
por ext. tañer ταῖς χερσὶ τὰς χορδάς Ach.Tat.1.5.4.
2 intr. en v. med.-pas. agitarse, moverse al bailar, Aq.2Re.6.16, (νοσῶν) ἔφη ... διατετινάχθαι (el enfermo) dijo que sufría convulsiones Aesop.180.

German (Pape)

[Seite 607] durch-, hin- u. herschütteln; ἄνω κάτω Eur. I. T. 282; δῶμα Bacch. 606; διατετινάχθαι Aesop. 43; – auseinander schütteln, zertrümmern, σχεδίην Od. 5, 363, in tmesi; μέλαθρα διατινάξεται Eur. Bacch. 587.

French (Bailly abrégé)

ao. διετίναξα;
secouer en tous sens : κάρα δ. ἄνω κάτω EUR faire de la tête des signes véhéments.
Étymologie: διά, τινάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-τινάσσω hevig doen schudden, verbrijzelen, ook in tmes.:. ἐπὴν σχεδίην... διὰ κῦμα τινάξῃ toen een golf het vlot verbrijzeld had Od. 5.363; κάρα διετίναξ’ ἄνω κάτω hij schudde zijn hoofd op en neer Eur. IT 282.

Russian (Dvoretsky)

διατῐνάσσω:
1 расшатывать, разносить в щепы (σχεδίην Hom. - in tmesi; μέλαθρα διατινάξεται Eur.; πάντα χαλάσει διατιναχθέντα Plut.);
2 качать, мотать (κάρα ἄνω κάτω Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

διατῐνάσσω: μέλλ. -ξω, τινάσσω δυνατά, τινάσσων συντρίβω, ἐπὴν σχεδίην… διὰ κῦμα τινάξῃ Ὀδ. Ε. 363· τά δώματα Εὐρ. Βάκχ. 600· μέσ. μέλλ. μετὰ παθ. σημασ., αὐτόθι 588. ΙΙ. κινῶ μετὰ βίας, κάρα δ. ἄνω κάτω ὁ αὐτ. Ι. Τ. 282.

Greek Monolingual

διατινάσσω (Α)
1. τινάσσω ισχυρά, συντρίβω τινάζοντας
2. σείω, κινώ βίαια.

Greek Monotonic

διατῐνάσσω: μέλ. -ξω,
I. τινάζω δυνατά, συντρίβω τινάζοντας, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· Μέσ. μέλ. με Παθ. σημασία, στον ίδ.
II. κουνώ με βία, αναταράζω με δύναμη, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ξω
I. to shake asunder, shake to pieces, Od., Eur.:—fut. mid. in pass. sense, Eur.
II. to shake violently, Eur.