εὐεπής: Difference between revisions
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐεπής:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''εὐεπής:'''<br /><b class="num">1</b> [[сладкоречивый]], [[хорошо говорящий]] ([[φωνή]] Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[хорошо сказанный]], [[изящный]] ([[λόγος]] Her.);<br /><b class="num">3</b> (о Геликоне), [[делающий красноречивым]], [[вдохновляющий]], ([[ὕδωρ]] Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:05, 25 November 2022
English (LSJ)
ές, (ἔπος) A melodious, φωνή X.Cyn.13.16; euphonious, λέξις D.H.Comp.22; ἁρμονία-εστέρα ibid. Adv. -πῶς, κῶλα εὐ. συγκείμενα ibid.: Sup., ποίησις -έστατα ἔχουσα D.Chr.52.15. 2 eloquent, εὐ. ἐν τῷ λέγειν Hsch.s.v. λιγύς. 3 making eloquent, inspiring, ὕδωρ, of Helicon, AP11.24 (Antip.). II Pass., well-spoken, acceptable, λόγος Hdt.5.50.
German (Pape)
[Seite 1064] ές, wohlredend, beredt, D. Hal. oft; φωνή Xen. Cyn. 13, 16. – Bei Antp. Th. 1 (XI, 24) ὕδωρ εὐεπὲς ἐκ πηγέων ἔβλυσας Ἠσιόδῳ, vom Helikon, Wasser, das wohlredend macht; – λόγος, wohlgesprochen, vernünftig, Her. 5, 50, v.l. εὐπετής. - Adv. εὐεπῶς, D. Hal.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
bien dit, bien exprimé, élégant.
Étymologie: εὖ, ἔπος.
Russian (Dvoretsky)
εὐεπής:
1 сладкоречивый, хорошо говорящий (φωνή Xen.);
2 хорошо сказанный, изящный (λόγος Her.);
3 (о Геликоне), делающий красноречивым, вдохновляющий, (ὕδωρ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐεπής: -ές, (ἔπος) εὐφραδής, μελῳδικός, φωνή Ξεν. Κύρ. 13. 16. 2) ποιῶν τινα εὔγλωττον, ἐμπνέων εὐγλωττίαν, ὕδωρ, τοῦ Ἑλικῶνος, Ἀνθ. Π. 11. 24. ΙΙ. Παθ., καλῶς λαληθείς, εὐπρόσδεκτος, λόγος Ἡρόδοτ. 5. 50: - Ἐπίρρ. -πῶς, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 22.
Greek Monolingual
εὐεπής, -ές (ΑΜ)
ο ευφράδης, ο εύγλωττος
αρχ.
1. ο μελωδικός, ο εύφωνος («εὐεπὴς φωνή», Ξεν.)
2. αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, που εμπνέει ευγλωττία («εὐεπές ὕδωρ»)
3. ο εκφρασμένος καλά («οὐδένα γὰρ λόγον εὐεπέα λέγεις Λακεδαιμονίοισι», Ηρόδ.).
επίρρ...
εὐεπῶς
(για λόγο) με αρμονία, με ρυθμό («κῶλα εὐεπώς συγκείμενα», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έπος «λόγος»].
Greek Monotonic
εὐεπής: -ές (ἔπος),·
I. 1. γλυκομίλητος, ευφραδής, εύγλωττος, μελωδικός, σε Ξεν.
2. αυτό που κάνει κάποιον εκφραστικό, ευφραδή, λέγεται για το νερό του Ελικώνα, σε Ανθ.
II. Παθ., καλοειπωμένος, πειστικός, ευσπρόδεκτος, λόγος, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
εὐ-επής, ές ἔπος
I. well-speaking, eloquent, melodious, Xen.
2. making eloquent, of Helicon, Anth.
II. pass. well-spoken, acceptable, λόγος Hdt.