εὐήρης: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐήρης:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''εὐήρης:'''<br /><b class="num">1</b> [[хорошо прилаженный]], [[искусно сделанный]], [[удобный]] ([[ἐρετμόν]] Hom.): νεὼς [[πίτυλος]] εὐ. Eur. искусная гребля корабля, т. е. корабль с хорошими гребцами;<br /><b class="num">2</b> [[хорошо оснащенный]] ([[σκάφη]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:00, 25 November 2022
English (LSJ)
ες, (ἀραρίσκω) well-fitted, Hom. (only in Od.) always of the oar, well-poised, easy to handle, λαβὼν εὐ. ἐρετμόν 11.121; οὐδ' εὐήρε' ἐρετμά ib.125, al.; νεὼς εὐ. πίτυλος the plash of the well-poised oars, E.IT1050; σκάφη Plu. Ant.65; well-knit, γυῖα Nic.Th.81: generally, ὄργανα εὐ. πρὸς τὴν χρείαν well-fitted for... Hp.Medic.2; εὐ. τεύχη Orac. ap. Paus.4.12.4; εὐήρεας ἵππους, = εὐαγώγους, Hsch.: fem. εὐήρις, pr. n. in Paus.1.27.4 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1067] ες, wohl angefügt, u. dah. bequem zu gebrauchen, zu handhaben, in der Od. stets Beiwort des Ruders, u. so noch Sp., wie Luc. Catapl. 19. Auch νεὼς πίτυλος εὐήρης, des Schiffes leicht zu handhabende Ruder, d. i. das leichtberuderte Schiff, Eur. I. T. 1050; περιπλέων εὐήρεσι σκάφεσι Plut. Ant. 65; wobei man dann τριήρης u. Aehnliches verglich u. es von ἐρέσσω ableiten wollte; – εὐήρη πρός
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
bien ajusté ; souple, commode à manier ou à manœuvrer.
Étymologie: εὖ, *ἄρω.
Russian (Dvoretsky)
εὐήρης:
1 хорошо прилаженный, искусно сделанный, удобный (ἐρετμόν Hom.): νεὼς πίτυλος εὐ. Eur. искусная гребля корабля, т. е. корабль с хорошими гребцами;
2 хорошо оснащенный (σκάφη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐήρης: -ες, καλῶς ἡρμοσμένος, Ὅμ. (μόνον ἐν Ὀδ.) ἀείποτε ἐπίθ. τῶν κωπῶν, εὐμεταχερίστος, εὔληπτος, λαβών εὐῆρες ἐρετμόν Λ. 120· οὐδ’ εὐήρε’ ἐρετμὰ αὐτόθι 124. κτλ.· νεὼς εὐήρ. πίτυλος, ὁ πάταγος τῶν καλῶς ἡρμοσμένων ἢ ἐρεσσομένων κωπῶν, Εὐρ. Ι. Τ. 1050· εὐήρ. σκάφη Πλουτ. Ἀντών. 65: - καθόλου, εὐήρ. πρὸς τὴν χρείαν, ἁρμόδιος, ἁρμόζων..., Ἱππ. 19. 52· εὐ. τεύχη Χρησμ. παρὰ Παυσ. 4. 12, 4· εὐ. ἵππος = εὐήνιος, «εὐάγωγος» Ἡσύχ. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε -ήρης, κατήρης, ποδήρης, τριήρης.)
English (Autenrieth)
ες (root ἀρ): well-fitted, handy, of oars, Od. 11.121. (Od.)
Greek Monolingual
εὐήρης, -ες (Α)
1. (για κουπιά) ο προσαρμοσμένος καλά, ο ευκολομεταχείριστος (α. «λαβὼν εὐῆρες ἐρετμόν», Ομ. Οδ.
β. «νεὼς εὐήρης πίτυλος» — ο πάταγος τών καλά προσαρμοσμένων κουπιών, Ευρ.)
2. ο κατάλληλος για κάτι («ὄργανα εὐήρη πρὸς τὴν χρείαν», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ηρης, ομόρριζο του ερέτης «κωπηλάτης» (πρβλ. τρι-ήρης)].
Greek Monotonic
εὐήρης: -ες (*ἄρω), καλά στερεωμένος, στέρεα προσαρμοσμένος, λέγεται για κουπί, ισοζυγιασμένος, ευκολοχείριστος, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
Middle Liddell
εὐ-ήρης, ες [*ἄρω]
well-fitted, of the oar, well-poised, easy to handle, Od., Eur.