Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐθήμων: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον :<br />qui met tout en ordre.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τίθημι]].
|btext=ων, ον :<br />[[qui met tout en ordre]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τίθημι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:20, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθήμων Medium diacritics: εὐθήμων Low diacritics: ευθήμων Capitals: ΕΥΘΗΜΩΝ
Transliteration A: euthḗmōn Transliteration B: euthēmōn Transliteration C: efthimon Beta Code: eu)qh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (τίθημι) A tidy in habits, of animals, Arist.HA616b23, 618b30. 2 harmonious, ἀοιδή A.R.1.569. II Act., setting in order, c. gen., δμῳαὶ… δωμάτων εὐ. A.Ch.84.

German (Pape)

[Seite 1069] ον, Alles an seinen rechten Platz setzend (τίθημι), wohl ordnend, in Ordnung erhaltend, δμωαὶ γυναῖκες δωμάτων εὐθήμονες Aesch. Ch. 78, Schol. εὖ τιθεῖσαι τὰ κατὰ τὸν οἶκον; übh. ordnungsliebend, Arist. H. A. 9, 17. 32. – Auch pass., wohl geordnet, ἀοιδή Ap. Rh. 1, 569, Schol. εὖ διατεθειμένη, εὐπόνητος.

French (Bailly abrégé)

ων, ον :
qui met tout en ordre.
Étymologie: εὖ, τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

εὐθήμων: 2, gen. ονος adj. любящий порядок, аккуратный, опрятный (ἡ σίττη Arst.): δμωαὶ δωμάτων εὐθήμονες Aesch. рабыни, держащие в порядке дом.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθήμων: -ον, γεν. ονος, (τίθημι) καλῶς τεταγμένος, ἐν τάξει εὐρισκόμενος, εὔτακτος· ἐπὶ ὀρνίθων, ἡ σίττη... τὴν διάνοιαν εὔθικτος καὶ εὐθήμων καὶ εὐβίοτος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 1., 32. 3· εὐθήμονι μέλπων ἀοιδῇ, «εὖ διατεθειμένῃ, εὐρύθμῳ, εὐποιήτῳ» Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 569. ΙΙ. τακτοποιῶν, βάλλων εἰς τάξιν τὰ πράγματα, μετὰ γεν., δμωαὶ γυναῖκες, δωμάτων εὐθήμονες, «εὖ τιθεῖσαι τὰ κατὰ τὸν οἶκον» (Σχόλ.) Αἰσχύλ. Χο. 84.

Greek Monolingual

εὐθήμων, -ον (Α)
1. καλά διατεταγμένος, καλά τακτοποιημένος, («ἡ δὲ καλουμένη σίττη... εὐθήμων καὶ εὐβίοτος», Αριστοτ.)
2. αρμονικός, γεμάτος ρυθμό («εὐθήμονι μέλπων ἀοιδῇ», Απολλ. Ρόδ.)
3. αυτός που τακτοποιεί, αυτός που βάζει σε τάξη τα πράγματα («δμῳαί... δωμάτων εὐθήμονες», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + α-θή-μων (< ρ. -θη-, του τίθημι) + επίθ. -μων (πρβλ. υπο-θήμων)].

Greek Monotonic

εὐθήμων: -ον, γεν. -ονος (τίθημι), αυτός που βάζει τα πράγματα σε τάξη, που τακτοποιεί, με γεν., δωμάτων εὔθ., σε Αισχύλ.

Middle Liddell

εὐ-θήμων, ονος, τίθημι
setting in order, c. gen., δωμάτων εὔθ. Aesch.