εὔπηκτος: Difference between revisions
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὔπηκτος:''' эп. ἐΰπηκτος 2<br /><b class="num">1 | |elrutext='''εὔπηκτος:''' эп. ἐΰπηκτος 2<br /><b class="num">1</b> [[крепко сплоченный]], [[прочно построенный]], [[крепкий]] ([[θάλαμος]], [[μέγαρον]], [[κλισίη]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[легко застывающий]], [[быстро замерзающий]] (τὸ [[ὑγρόν]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[густой]], [[плотный]] ([[κηρός]] Theocr.; ὑφαί Eur. ap. Luc. - [[varia lectio|v.l.]] [[εὔπηνος]]). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:05, 25 November 2022
English (LSJ)
ον, (πήγνυμι) A well put together, well-built, ἐνὶ μεγάρῳ εὐ. Il.2.661; μυχῷ κλισίης εὐ. 9.663; μυχῷ θαλάμων εὐ. Od.23.41; σύριγγα ἐκ καρῶ εὐπάκτοιο of well-moulded, compact, wax, Theoc.1.128 (s. v.l.); firm, of bandaging, Gal.18(2).904. II of fluids, easily congealed or frozen, Arist.Long.466a31, 467a8. 2 Act., εὔ. ἀήρ Thphr.CP5.14.3 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 1088] gut zusammengefügt, se st, μέγαρον Il. 2, 661, κλισίη 9, 663, θάλαμοι Od. 23, 41; übh. stark, fest, ὑφαί Eur. I. T. 312; Luc. Am. 47; σύριγξ Theocr. 1, 128; öfter bei Arist. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 bien assemblé, bien construit;
2 compact, dense.
Étymologie: εὖ, πήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
εὔπηκτος: эп. ἐΰπηκτος 2
1 крепко сплоченный, прочно построенный, крепкий (θάλαμος, μέγαρον, κλισίη Hom.);
2 легко застывающий, быстро замерзающий (τὸ ὑγρόν Arst.);
3 густой, плотный (κηρός Theocr.; ὑφαί Eur. ap. Luc. - v.l. εὔπηνος).
Greek (Liddell-Scott)
εὔπηκτος: -ον, (πήγνυμι) καλῶς συμπεπηγμένος, καλῶς ἐκτισμένος, ᾠκοδομημένος, ἐν μεγάρῳ εὐπ. Ἰλ. Β. 661· μυχῷ κλισίης εὐπ. Ι. 663 (659)· μυχῷ θαλάμων εὐπ. Ὀδ. Ψ. 41· σύριγγα ἐκ καρῶ εὐπάκτοιο, ἐκ κηροῦ εὐπήκτου, δηλ. καλῶς συμπεπηγμένου, συμπαγοῦς, Θεόκρ. 1. 128· πρβλ. εὐπαγής, εὐπηγής. ΙΙ. ἐπὶ ὑγρῶν, εὐκόλως πηγνύμενος, Ἀριστ. περὶ Μακροβιότ. 5. 9, πρβλ. 6, 1. 2) ἐνεργ., εὐπ. ἀὴρ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 3.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔπηκτος και δωρ. τ. εὔπακτος, -ον)
1. καλά κατασκευασμένος, συμπαγής, στερεός
2. (για κερί) αυτός που είναι καλά πηγμένος
3. (για υγρά) αυτός που πήζει εύκολα
4. (με ενεργ. σημ.) (για αέρα) παγερός («ὁ δ' ἀκίνητος [ενν. ἀήρ]
εὐπηκτότερος», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πηκτός < πήγνυμι.
Greek Monotonic
εὔπηκτος: -ον (πήγνυμι), καλοχτισμένος, σε Όμηρ.
Middle Liddell
εὔ-πηκτος, ον πήγνυμι
well-built, Hom.