κακόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kakofonos
|Transliteration C=kakofonos
|Beta Code=kako/fwnos
|Beta Code=kako/fwnos
|Definition=ον, [[ill-sounding]], [[not producing agreeable sounds]], <b class="b3">τὰ ξηρὰ κ</b>. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Aud.</span>802b23</span>; [[with a bad voice]], τραγῳδός <span class="bibl">D.T.631.21</span>, Phlp.in de An.533.32; opp. [[εὔφωνος]], Phld.<span class="title">Po. Herc.</span>994<span class="title">Fr.</span>11; of words, [[cacophonous]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>12</span>, cf. <span class="bibl">16</span> (Sup.), <span class="bibl">D.T.631.20</span>; <b class="b3">τὸ κ</b>., = [[κακοφωνία]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>248</span>.
|Definition=ον, [[cacophonous]], [[ill-sounding]], [[not producing agreeable sounds]], <b class="b3">τὰ ξηρὰ κακόφωνα</b> Arist.''Aud.''802b23; [[with a bad voice]], [[τραγῳδός]] D.T.631.21, Phlp.in de An.533.32; opp. [[εὔφωνος]], Phld.''Po. Herc.''994''Fr.''11; of words, [[cacophonous]], D.H.''Comp.''12, cf. 16 (Sup.), D.T.631.20; [[τὸ κακόφωνον]] = [[κακοφωνία]], [[cacophony]], Sch.Ar.''Eq.''248.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακόφωνος]], -ον)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει κακή, βραχνή, ή δυσάρεστη [[φωνή]]<br /><b>2.</b> (για ήχους, λέξεις, ονόματα ή πράγματα) αυτός που ηχεί άσχημα, [[δυσάρεστος]] στην [[ακοή]], [[κακόηχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακόφωνον</i><br />η [[κακοφωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. <i>ετερό</i>-<i>φωνος</i>, [[μεγαλό]]-<i>φωνος</i>].
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακόφωνος]], -ον)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει κακή, βραχνή, ή δυσάρεστη [[φωνή]]<br /><b>2.</b> (για ήχους, λέξεις, ονόματα ή πράγματα) αυτός που ηχεί άσχημα, [[δυσάρεστος]] στην [[ακοή]], [[κακόηχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακόφωνον</i><br />η [[κακοφωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. <i>ετερό</i>-<i>φωνος</i>, [[μεγαλό]]-<i>φωνος</i>].
}}
{{trml
|trtx====[[cacophonous]]===
Catalan: cacofònic; Danish: kakofonisk; Finnish: kakofoninen; French: [[cacophonique]]; German: [[kakophon]], [[kakophonisch]]; Greek: [[ἀπηχής]], [[δυσαχής]], [[δυσήκοος]], [[δυσηχής]], [[δύσηχος]], [[δύσθροος]], [[δύσθρους]], [[δυσκέλαδος]], [[δύσφωνος]], [[κακέμφατος]], [[κακοηχής]], [[κακόφατις]], [[κακόφημος]], [[κακόφωνος]], [[παράτονος]]; Norwegian Bokmål: kakofonisk; Nynorsk: kakofonisk; Russian: [[какофонический]]; Spanish: [[cacofónico]]; Swedish: kakofonisk
}}
}}

Revision as of 12:23, 4 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόφωνος Medium diacritics: κακόφωνος Low diacritics: κακόφωνος Capitals: ΚΑΚΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: kakóphōnos Transliteration B: kakophōnos Transliteration C: kakofonos Beta Code: kako/fwnos

English (LSJ)

ον, cacophonous, ill-sounding, not producing agreeable sounds, τὰ ξηρὰ κακόφωνα Arist.Aud.802b23; with a bad voice, τραγῳδός D.T.631.21, Phlp.in de An.533.32; opp. εὔφωνος, Phld.Po. Herc.994Fr.11; of words, cacophonous, D.H.Comp.12, cf. 16 (Sup.), D.T.631.20; τὸ κακόφωνον = κακοφωνία, cacophony, Sch.Ar.Eq.248.

German (Pape)

[Seite 1305] mit unangenehmer, rauher Stimme, mißtönend, Rhett., Schol. Ar. Equ. 248.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόφωνος: неблагозвучный, неприятно звучащий Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κακόφωνος: -ον, κακῶς ἠχῶν, μὴ ἀπηχῶν, τὰ ξηρὰ κακόφωνα Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 40· ἐπὶ λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 12· τὸ κακόφωνον = κακοφωνία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 248. - πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ δυσκέλαδος, «κακοκέλαδος, καὶ οἰονεὶ κακόφωνος» Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 194.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακόφωνος, -ον)
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει κακή, βραχνή, ή δυσάρεστη φωνή
2. (για ήχους, λέξεις, ονόματα ή πράγματα) αυτός που ηχεί άσχημα, δυσάρεστος στην ακοή, κακόηχος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόφωνον
η κακοφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ετερό-φωνος, μεγαλό-φωνος].

Translations