μυρσίνη: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μυρσῐ́νη, later Attic [[μυρρίνη]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> = [[μύρτος]], Pind., Eur.<br /><b class="num">II.</b> a [[branch]] or [[wreath]] of [[myrtle]], Hdt., Ar.
|mdlsjtxt=μυρσῐ́νη, later Attic [[μυρρίνη]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> = [[μύρτος]], Pind., Eur.<br /><b class="num">II.</b> a [[branch]] or [[wreath]] of [[myrtle]], Hdt., Ar.
}}
{{elmes
|esmgtx=ἡ bot. [[mirto]] πῦρ δὲ ἀνάψας ἔχε μυρσίνης κλάδον <b class="b3">tras encender el fuego, sostén un ramo de mirto</b> P I 72 λαβὼν φύλλα μυρσίνης ἐπίγραφε τῷ μέλανι <b class="b3">toma hojas de mirto y escribe con la tinta</b> P IV 2233 ἔστι οὖν τὸ ἀγαθοποιόν· λίβανος ἄτμητος, δάφνη, μυρσίνη <b class="b3">esto es, pues, lo benéfico: incienso sin cortar, laurel, mirto</b> P IV 2679 P IV 2582 P IV 2648
}}
}}

Revision as of 15:00, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρσῐ́νη Medium diacritics: μυρσίνη Low diacritics: μυρσίνη Capitals: ΜΥΡΣΙΝΗ
Transliteration A: myrsínē Transliteration B: myrsinē Transliteration C: myrsini Beta Code: mursi/nh

English (LSJ)

[ῐ], Att. μυρρίνη IG12.313.150, 22.949.18, 1235.14, Thphr.HP1.14.4, etc.: ἡ:—
A myrtle, Myrtus communis, Archil.29, Lysipp.9, Alex.98.25, Arist.HA627b18; μυρσίνας στέφανος Pi.I.8(7).74, cf. IG ll. cc.; μυρσίνης φόβη E.Alc.172.
2 μυρσίνη ἀγρία = Butcher's broom, Ruscus aculeatus, Dsc.4.144.
II myrtle branch, Hdt.1.132, 8.99, al., Apolloph.5.2.
2 myrtle wreath, Pherecr.108.25, Ar.V.861, Nu.1364, etc.; cf. σκόλιον.
3 in plural, αἱ μυρσίναι = the myrtle-wreath-market, ἐν ταῖς μ. Id.Th.448.
III v. μύρσινος II.2.

German (Pape)

[Seite 221] ἡ, = μυῤῥίνη; μυρσίνας στέφανον, Pind. I. 7, 67; Eur. στέφει κρᾶτα μυρσίνης κλάδοις, Alc. 762; δρέπων τερείνης μυρσίνης κάρᾳ πλόκους, El. 778; Anacr. 30, 1, im plur.

French (Bailly abrégé)

c. μυρρίνη.

Russian (Dvoretsky)

μυρρίνη: Eur., Plut. μυρσίνη, дор. μυρσίνα (ῐ) ἡ
1) мирт (μυρσίνης κλάδοι Eur.);
2) миртовая ветвь (μυρσίνας στέφανος Pind.);
3) миртовый венок Arph.;
4) pl. место продажи миртовых ветвей и венков: ἐν ταῖς μυρρίναις Arph. на миртовом рынке.

Greek (Liddell-Scott)

μυρσίνη: [ῐ], μεταγεν. Ἀττ. μυρρίνη, ἡ, «μυρτιά», Ἀρχίλ. 25, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 58· μυρσίνης στέφανος Πινδ. Ι. 8 (7). 147, Εὐρ. Ἄλκ. 172. ΙΙ. κλάδος μυρσίνης, Ἡρόδ. 1. 132., 8. 99, κ. ἀλλ.· ἢ στέφανος ἐκ μυρσίνης, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 25, Ἀριστ. Σφ. 861, Νεφ. 1364, κτλ.· πρβλ. σκόλιον. 2) μυιοσόβιον (μυαστῆρι) ἐκ κλάδου μυρσίνης, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 59. 3) ἐν τῷ πληθ., ἡ ἀγορὰ τῶν ἐκ κλάδων μυρσίνης στεφάνων, ἐν ταῖς μ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 448· πρβλ. μύρον 2.

Spanish

mirto

Greek Monolingual

η (ΑΜ μυρσίνη και αττ. τ. μυρρίνη Μ και μυρσίνα και μερσίνη και μερσίνα και σμυρσίνη)
βοτ. κοινή σήμερα ονομασία είδους φυτού, του Μύρτος η κοινἡ (Μyrtos comunis) κατά τη σύγχρονη ταξινόμηση, του γένους μύρτος, αλλ. μυρτιά και σμυρτιά («φυτεύειν δὲ συμφέρει... πόαν μηδικήν, συρίαν, ὠχρούς, μυρρίνην, μήκωνα», Αριστοτ.)
μσν.
ο καρπός της μυρτιάς
(μσν. -αρχ.) κλάδος μυρτιάς
αρχ.
1. στεφάνι φτειαγμένο από μυρσίνη
2. κοίλη σμίλη
3. μυγιαστήρι φτειαγμένο από κλαδιά μυρσίνης
4. στον πληθ. α) αἱ μυρσίναι
αγορά στην οποία πωλούνται στεφάνια από κλαδιά μυρσίνης
5. φρ. «μυρσίνη ἀγρία» — το φυτό οξυμυρσίνη η ακανθώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. μύρσινος. Ο τ. μερσίνη με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ε-. Για τον αττ. τ. μυρρίνη βλ. λ. μύρσινος / μύρρινος.

Greek Monotonic

μυρσίνη: [ῐ], μεταγεν. Αττ. μυρρίνη, ἡ,
I. = μύρτος, σε Πίνδ., Ευρ.
II. κλαδί ή στεφάνι από μυρτιά, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Middle Liddell

μυρσῐ́νη, later Attic μυρρίνη, ἡ,
I. = μύρτος, Pind., Eur.
II. a branch or wreath of myrtle, Hdt., Ar.

Léxico de magia

ἡ bot. mirto πῦρ δὲ ἀνάψας ἔχε μυρσίνης κλάδον tras encender el fuego, sostén un ramo de mirto P I 72 λαβὼν φύλλα μυρσίνης ἐπίγραφε τῷ μέλανι toma hojas de mirto y escribe con la tinta P IV 2233 ἔστι οὖν τὸ ἀγαθοποιόν· λίβανος ἄτμητος, δάφνη, μυρσίνη esto es, pues, lo benéfico: incienso sin cortar, laurel, mirto P IV 2679 P IV 2582 P IV 2648