οἰμάω: Difference between revisions

From LSJ

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, Επικ. αόρ. αʹ <i>οἴμησα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ορμώ]] με [[αρπακτικότητα]] ή επιτίθεμαι, χιμάω στη [[λεία]] μου, λέγεται για αετό, σε Όμηρ.· [[κίρκος]] οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, όρμησε σ' ένα [[περιστέρι]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., ρίχνομαι, [[εφορμώ]], [[τρέχω]], [[σπεύδω]], σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
|lsmtext='''οἰμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, Επικ. αόρ. αʹ <i>οἴμησα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ορμώ]] με [[αρπακτικότητα]] ή επιτίθεμαι, χιμάω στη [[λεία]] μου, λέγεται για αετό, σε Όμηρ.· [[κίρκος]] οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, όρμησε σ' ένα [[περιστέρι]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., ρίχνομαι, [[εφορμώ]], [[τρέχω]], [[σπεύδω]], σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οἰμάω]],<br /><b class="num">1.</b> to [[swoop]] or [[pounce]] [[upon]] its [[prey]], of an [[eagle]], Hom.; [[κίρκος]] οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν swooped [[after]] a [[dove]], Il.<br /><b class="num">2.</b> absol. to [[dart]] [[along]], Orac. ap. Hdt.
|mdlsjtxt=[[οἰμάω]],<br /><b class="num">1.</b> to [[swoop]] or [[pounce]] [[upon]] its [[prey]], of an [[eagle]], Hom.; [[κίρκος]] οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν swooped [[after]] a [[dove]], Il.<br /><b class="num">2.</b> absol. to [[dart]] [[along]], Orac. ap. Hdt.
}}
{{pape
|ptext=poet. = [[ὁρμάω]] ([[οἶμος]]), <i>[[darauf]] [[losstürmen]], zum [[Angriff]]</i>; von Raubvögeln, [[κίρκος]] [[ῥηϊδίως]] οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, <i>Il</i>. 22.140, auf die [[Taube]] <i>[[losstürzen]]</i>; οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥστ' [[αἰετός]], <i>ibd</i>. 308, wie <i>Od</i>. 24.538; θῦνοι δ' οἰμήσουσι, im Orak. Her. 1.62; Hesych. erkl. δύεσθαι καὶ ὁρμᾶν. – Einzeln bei sp.D.
}}
}}

Revision as of 16:32, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰμάω Medium diacritics: οἰμάω Low diacritics: οιμάω Capitals: ΟΙΜΑΩ
Transliteration A: oimáō Transliteration B: oimaō Transliteration C: oimao Beta Code: oi)ma/w

English (LSJ)

(οἴμη) only fut. and aor., A swoop or pounce upon, οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥς τ' αἰετός Il.22.308, cf. 311; κίρκος… οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν swooped after a dove, ib.140. 2 abs., dart along, θύννοι δ' οἰμήσουσι Orac. ap. Hdt.1.62.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. f. οἰμήσω, et ao. épq. οἴμησα;
s'élancer avec impétuosité, fondre sur.
Étymologie: οἶμος.

Russian (Dvoretsky)

οἰμάω: (только fut. οἰμήσω и aor. οἴμησα) устремляться, бросаться, кидаться (ὥστ᾽ αἰετός Hom.; θύννοι οἰμήσουσι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰμάω: (οἴμη), ἐν χρήσει μόνον κατὰ μέλλ. καὶ ἀόρ., ὁρμῶ, κάμνω ἔφοδον ἐπί τινος, «χοιμάω» κατεπάνω τινός, οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥστ’ αἰετὸς Ἰλ. Χ. 308, 311, Ὀδ. Ω. 538 κίρκος … οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, ὥρμησε καταδιώκων περιστεράν, Ἰλ. Χ. 140. 2) ἀπολ., ὁρμῶ, τρέχω, σπεύδω, θύννοι δ’ οἰμήσουσι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62.

Greek Monolingual

οἰμάω (Α)
(ποιητ., μόνο στον μέλλ. και αόρ.)
1. (συν. για αρπακτικά πτηνά) ορμώ, εφορμώ, χυμώκίρκος... ῥηιδίως οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν», Ομ. Ιλ.)
2. τρέχω, σπεύδω («θύννοι δ' οἰμήσουσι σεληναίης διὰ νυκτός», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. οίμα].

Greek Monotonic

οἰμάω: μέλ. -ήσω, Επικ. αόρ. αʹ οἴμησα·
1. ορμώ με αρπακτικότητα ή επιτίθεμαι, χιμάω στη λεία μου, λέγεται για αετό, σε Όμηρ.· κίρκος οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, όρμησε σ' ένα περιστέρι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. απόλ., ρίχνομαι, εφορμώ, τρέχω, σπεύδω, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.

Middle Liddell

οἰμάω,
1. to swoop or pounce upon its prey, of an eagle, Hom.; κίρκος οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν swooped after a dove, Il.
2. absol. to dart along, Orac. ap. Hdt.

German (Pape)

poet. = ὁρμάω (οἶμος), darauf losstürmen, zum Angriff; von Raubvögeln, κίρκος ῥηϊδίως οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, Il. 22.140, auf die Taube losstürzen; οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥστ' αἰετός, ibd. 308, wie Od. 24.538; θῦνοι δ' οἰμήσουσι, im Orak. Her. 1.62; Hesych. erkl. δύεσθαι καὶ ὁρμᾶν. – Einzeln bei sp.D.