φθίνασμα: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άσματος, τὸ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[ελάττωση]]<br /><b>2.</b> [[εξαφάνιση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[φθίνασμα]] ἡλίου»<br />(στην [[ποίηση]]) η [[δύση]] του ηλίου (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φθῐν</i>- του ρ. [[φθίνω]], [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ασμα</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=-άσματος, τὸ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[ελάττωση]]<br /><b>2.</b> [[εξαφάνιση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[φθίνασμα]] ἡλίου»<br />(στην [[ποίηση]]) η [[δύση]] του ηλίου (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φθῐν</i>- του ρ. [[φθίνω]], [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ασμα</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἁγίασμα]], [[χόρτασμα]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:11, 8 May 2023
English (LSJ)
ατος, τό, declining, sinking, ἡλίου φθινασμάτων A.Pers.232 (troch.).
German (Pape)
[Seite 1271] τό, 1) das Abnehmen, Schwinden, ἡλίου, das Hinschwinden, Untergehen der Sonne, Aesch. Pers. 228. – 2) Verzehrung, Auszehrung, Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
déclin ou décours d'un astre.
Étymologie: φθίνω.
Russian (Dvoretsky)
φθίνασμα: ατος (ῐ) τό φθίνω исчезновение, закат: ἡλίου φθινάσματα Aesch. закат солнца.
Greek (Liddell-Scott)
φθίνασμα: [ῐ], τό, ὥσπερ ἐκ ῥήματ. φθινάζω, δύσις, ἡλίου φθινάσμασιν (ὡς ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει ἐκ τοῦ Ἡσυχ.), Αἰσχύλου Πέρσ. 232.
Greek Monolingual
-άσματος, τὸ, Α
(ποιητ. τ.)
1. ελάττωση
2. εξαφάνιση
3. φρ. «φθίνασμα ἡλίου»
(στην ποίηση) η δύση του ηλίου (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν- του ρ. φθίνω, κατά τα ουδ. σε -ασμα (πρβλ. ἁγίασμα, χόρτασμα)].
Greek Monotonic
φθίνασμα: [ῐ], -ατος, τό, όπως από το φθινάζω, κατάπτωση, βούλιαγμα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
φθῐ́νασμα, ατος, τό,
as if from φθινάζω, a declining, sinking, Aesch.