ἀμιχθαλόεις: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amichthaloeis
|Transliteration C=amichthaloeis
|Beta Code=a)mixqalo/eis
|Beta Code=a)mixqalo/eis
|Definition=εσσα, εν, = [[ἄμικτος]] ''III'', [[inhospitable]], [[epithet]] of Lemnos in <span class="bibl">Il.24.753</span>, <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>36</span>: otherwise expl. as [[smoky]], from the volcano Mosychlos, cf. [[ὁμίχλη]]. (Cypr. acc. to Sch. Il. [[l.c.]])
|Definition=ἀμιχθαλόεσσα, ἀμιχθαλόεν, = [[ἄμικτος]] ''III'', [[inhospitable]], [[epithet]] of Lemnos in Il.24.753, ''h.Ap.''36: otherwise expl. as [[smoky]], from the volcano Mosychlos, cf. [[ὁμίχλη]]. (Cypr. acc. to Sch. Il. [[l.c.]])
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμιχθαλόεις Medium diacritics: ἀμιχθαλόεις Low diacritics: αμιχθαλόεις Capitals: ΑΜΙΧΘΑΛΟΕΙΣ
Transliteration A: amichthalóeis Transliteration B: amichthaloeis Transliteration C: amichthaloeis Beta Code: a)mixqalo/eis

English (LSJ)

ἀμιχθαλόεσσα, ἀμιχθαλόεν, = ἄμικτος III, inhospitable, epithet of Lemnos in Il.24.753, h.Ap.36: otherwise expl. as smoky, from the volcano Mosychlos, cf. ὁμίχλη. (Cypr. acc. to Sch. Il. l.c.)

Spanish (DGE)

(ἀμιχθᾰλόεις) -εσσα, -εν
• Prosodia: [ᾰ-]
sent. dud. neblinoso o inhóspito quizá fértil de Lemnos Il.24.753, h.Ap.36, ἀήρ Call.Fr.18.8, Colluth.208, cf. Apollon.Lex.342, Sch.Il.24.753, Hsch.
• Etimología: Varias propuestas, la más verosímil parte de ἀμύγδαλον (tb. ἄμικτον) ‘almendra’; seria ‘rico en almendros’ de donde ‘fértil’.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
obscurci par la fumée ; sel. d'autres sans communication, inabordable ; inhospitalier.
Étymologie: , μίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀμιχθᾰλόεις: όεσσα, όεν ὀμίχλη окутанный испарениями, туманный, по друг. ἄμικτος недоступный, негостеприимный (эпитет о-ва Лемнос) Hom., HH.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμιχθαλόεις: εσσα, εν, (μίγνυμι, μιχθῆναι) ἐπίθετ. τῆς Λήμνου ἐν Ἰλ. Ω. 753, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 36, ἀπροσπέλαστος, ἀπρόσιτος, ἄξενος ὡς τὸ ἄμικτος ΙΙΙ, τῆς ὁποῖας λέξεως φαίνεται ὅτι εἶναι ἕτερος τύπος ἐκτεταμένος· ἄλλοι ἐσφαλμένως ἑρμηνεύουσιν αὐτὴν ὁμιχλώδης.

English (Autenrieth)

εσσα: smoky, hazy; epithet of Lemnos, which is a volcanic island, Il. 24.753†.

Greek Monolingual

ἀμιχθαλόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. απροσπέλαστος, αφιλόξενος
2. (με άλλη ερμηνεία) καταχνιασμένος, ομιχλώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που απαντά συνήθως σε θηλυκό γένος, ως προσδιορισμός του τοπωνυμίου Λήμνος (ἀμιχθαλόεσσα Λήμνος). Η σημασία καθώς και η ετυμολογική προέλευση της λ. δημιουργούν πολλά προβλήματα, τα οποία παραμένουν ακόμη άλυτα. Κατά μία άποψη, η λ. προέρχεται από τ. ἀμίχθαλος «ομίχλη» και επομένως σημαίνει «τον ομιχλώδη», υποδηλώνοντας έτσι το ηφαίστειο και τα σιδηρουργεία του Ηφαίστου στη Λήμνο. Άλλοι συνδέουν τη λ. με το επίθ. ἀπρόσμικτος και της αποδίδουν τη σημασία «αφιλόξενος». Σύμφωνα με ορισμένους σχολιαστές, εξάλλου, η λ. είναι κυπριακή και σημαίνει «ευδαίμων». Με βάση την άποψη αυτή τών σχολιαστών η λ., κατά τον Lagercrantz, ανάγεται σε αρχικό τ. ἀμικτοθαλόεσσα «η θάλλουσα χωρίς αναμίξεις, ανόθευτη, γνήσια ευτυχία». Τέλος, κατ’ άλλη, τολμηρότερη άποψη, το επίθ. συνδέεται ετυμολογικά με το ουσ. ἀμύγδαλον -ή και επομένως σημαίνει «τόπο γεμάτο αμύγδαλα ή αμυγδαλιές»].

Greek Monotonic

ἀμιχθαλόεις: -εσσα, -εν (μίγνυμι), επίθ. της Λήμνου, απροσπέλαστη, αφιλόξενη, εχθρική, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

μίγνυμι
epithet of Lemnos, inaccessible, inhospitable, Il.