ἀναισθητέω: Difference between revisions
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἀναισθητεύομαι Phryn.328<br /><b class="num">1</b> [[carecer de la facultad de la sensación]], [[perder la sensibilidad]] Anon.Lond.11.27 (= Hippo A 11), Sor.127.6, ἡ ψυχή οὐδέποτε ... ἀναισθητεῖ Epicur.<i>Ep</i>.[2] 65<br /><b class="num">•</b>[[quedarse sin conocimiento]], [[perder el sentido]] ἡ ([[Ἀνθία]]) ... ἔκειτο ἀναισθητοῦσα X.Eph.3.7.4<br /><b class="num">•</b>c. gen. [[no sentir]], [[no darse cuenta de]] τῶν θερμῶν Plu.2.1062c, ταλαιπωρίας I.<i>AI</i> 11.176, συμφορῶν I.<i>BI</i> 4.165, ἡμῶν Ap.Ty.<i>Ep</i>.35, τῆς χρηστότητος | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἀναισθητεύομαι Phryn.328<br /><b class="num">1</b> [[carecer de la facultad de la sensación]], [[perder la sensibilidad]] Anon.Lond.11.27 (= Hippo A 11), Sor.127.6, ἡ ψυχή οὐδέποτε ... ἀναισθητεῖ Epicur.<i>Ep</i>.[2] 65<br /><b class="num">•</b>[[quedarse sin conocimiento]], [[perder el sentido]] ἡ ([[Ἀνθία]]) ... ἔκειτο ἀναισθητοῦσα X.Eph.3.7.4<br /><b class="num">•</b>c. gen. [[no sentir]], [[no darse cuenta de]] τῶν θερμῶν Plu.2.1062c, ταλαιπωρίας I.<i>AI</i> 11.176, συμφορῶν I.<i>BI</i> 4.165, ἡμῶν Ap.Ty.<i>Ep</i>.35, τῆς χρηστότητος αὐτοῦ Ign.<i>Magn</i>.10.1.<br /><b class="num">2</b> [[ser insensato]] ἐπεπείσμην δ' ὑπὲρ [[ἐμαυτοῦ]] τυχὸν μὲν ἀναισθητῶν, ὅμως δ' ἐπεπείσμην en lo que a mí mismo se refiere, estaba convencido, tal vez insensatamente, pero de todas formas estaba convencido</i> D.18.221, cf. Ph.1.358, Chrys.M.57.378. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:34, 11 December 2022
English (LSJ)
lack perception, D.18.221; ἀναισθητέω ταλαιπωρίας = to be without sense of weariness, J.AJ11.5.8; συμφορῶν ἀναισθητέω BJ4.3.10: abs., Epicur.Ep.1p.21U., Sor.2.49, prob. in Porph.Abst.1.39.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. ἀναισθητεύομαι Phryn.328
1 carecer de la facultad de la sensación, perder la sensibilidad Anon.Lond.11.27 (= Hippo A 11), Sor.127.6, ἡ ψυχή οὐδέποτε ... ἀναισθητεῖ Epicur.Ep.[2] 65
•quedarse sin conocimiento, perder el sentido ἡ (Ἀνθία) ... ἔκειτο ἀναισθητοῦσα X.Eph.3.7.4
•c. gen. no sentir, no darse cuenta de τῶν θερμῶν Plu.2.1062c, ταλαιπωρίας I.AI 11.176, συμφορῶν I.BI 4.165, ἡμῶν Ap.Ty.Ep.35, τῆς χρηστότητος αὐτοῦ Ign.Magn.10.1.
2 ser insensato ἐπεπείσμην δ' ὑπὲρ ἐμαυτοῦ τυχὸν μὲν ἀναισθητῶν, ὅμως δ' ἐπεπείσμην en lo que a mí mismo se refiere, estaba convencido, tal vez insensatamente, pero de todas formas estaba convencido D.18.221, cf. Ph.1.358, Chrys.M.57.378.
German (Pape)
[Seite 190] dasselbe, stumssinnig sein, Dem. 18, 221, u. Sp., wie Aesop. 73 u. Plut.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être insensible.
Étymologie: ἀναίσθητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀναισθητέω: быть бесчувственным, равнодушным или тупым Aesop., Dem., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναισθητέω: στερούμαι αἰσθητικότητος ἢ ἀντιλήψεως, Δημ. 302. 3· ἀν. ταλαιπωρίας, δὲν αἰσθάνομαι κόπωσιν, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 5, 8.
Greek Monolingual
(Α ἀναισθητέω, ἀναισθητῶ)
δεν έχω αίσθηση ή αισθητικότητα, είμαι αναίσθητος σωματικά ή ψυχικά
νεοελλ.
προκαλώ σωματική αναισθησία κατά τις εγχειρήσεις με κατάλληλα φάρμακα, αναισθητίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσθητος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναισθήτηση].
Greek Monotonic
ἀναισθητέω: μέλ. -ήσω, στερούμαι αντίληψης ή αίσθησης, σε Δημ.
Middle Liddell
[from ἀναίσθητος
to want perception, Dem.