ἀνθοφόρος: Difference between revisions
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que produce flores]], [[florido]], [[ἄλσος]] Ar.<i>Ra</i>.441, <i>AP</i> 12.256 (Mel.), cf. Thphr.<i>CP</i> 1.5.5, op. [[ἀνανθής]] Thphr.<i>HP</i> 1.3.5 (= Hippo A.19).<br /><b class="num">2</b> [[portador de flores]] [[εἶδον]] ἐν Ῥώμῃ τοὺς ἀνθοφόρους Philostr.<i>Ep</i>.55.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> ἡ ἀ. [[sacerdotisa de Deméter]], <i>IG</i> 12(8).526 (Tasos), cf. 609 (Tasos).<br /><b class="num">2</b> como n. pr. ἡ Ἀ. [[Antóforo]] n. gr. de la divinidad latina Feronia, D.H.3.32.<br /><b class="num">3</b> bot. [[zarzaparrilla]], [[Smilax áspera]] L. o [[correhuela de cercas]], [[Convolvulus sepium]] L., Plin.<i>HN</i> 24.82. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que produce flores]], [[florido]], [[ἄλσος]] Ar.<i>Ra</i>.441, <i>AP</i> 12.256 (Mel.), cf. Thphr.<i>CP</i> 1.5.5, op. [[ἀνανθής]] Thphr.<i>HP</i> 1.3.5 (= Hippo A.19).<br /><b class="num">2</b> [[portador de flores]] [[εἶδον]] ἐν Ῥώμῃ τοὺς ἀνθοφόρους Philostr.<i>Ep</i>.55.<br /><b class="num">II</b> [[subst]].<br /><b class="num">1</b> ἡ ἀ. [[sacerdotisa de Deméter]], <i>IG</i> 12(8).526 (Tasos), cf. 609 (Tasos).<br /><b class="num">2</b> como n. pr. ἡ Ἀ. [[Antóforo]] n. gr. de la divinidad latina Feronia, D.H.3.32.<br /><b class="num">3</b> bot. [[zarzaparrilla]], [[Smilax áspera]] L. o [[correhuela de cercas]], [[Convolvulus sepium]] L., Plin.<i>HN</i> 24.82. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:50, 30 November 2022
English (LSJ)
ον, A bearing flowers, flowery, ἄλσος Ar.Ra.445, AP12.256 (Mel.); opp. κάρπιμος, Thphr.CP1.5.5. II ἀνθοφόρος, ἡ, flower-bearer, title of a priestess of Demeter and Kore, IG12(8).526 (Thasos), cf. 609(ibid.)
Spanish (DGE)
-ον
I 1que produce flores, florido, ἄλσος Ar.Ra.441, AP 12.256 (Mel.), cf. Thphr.CP 1.5.5, op. ἀνανθής Thphr.HP 1.3.5 (= Hippo A.19).
2 portador de flores εἶδον ἐν Ῥώμῃ τοὺς ἀνθοφόρους Philostr.Ep.55.
II subst.
1 ἡ ἀ. sacerdotisa de Deméter, IG 12(8).526 (Tasos), cf. 609 (Tasos).
2 como n. pr. ἡ Ἀ. Antóforo n. gr. de la divinidad latina Feronia, D.H.3.32.
3 bot. zarzaparrilla, Smilax áspera L. o correhuela de cercas, Convolvulus sepium L., Plin.HN 24.82.
German (Pape)
[Seite 233] Blumen tragend, blühend, ἄλσος, Ar. Ran. 442; übertr., παῖδες Mel. 2, 31 (XII, 256. 165).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fleuri.
Étymologie: ἄνθος, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθοφόρος: приносящий цветы, цветущий (ἄλσος Arph., Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἄνθη, ὁ πλήρης ἀνθέων, ἄλσος Ἀριστοφ. Βάτρ. 442, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 256· κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ κάρπιμος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 5, 5. 2) ἀνθοφόρος, ἡ, ἱέρεια ἧς ἡ ὑπηρεσία ἦτο νὰ φέρῃ ἄνθη τὸ ἄγαλμα θεᾶς καὶ ἰδίως τῆς Ἀφροδίτης, σῶμα ... παρθένου ἀνθοφόρου τύμβος ὅδ’ ἐγκατέχει Συλλ. Ἐπιγρ. 2161b, 2162· οὕτως, ἀνθηφόρον τῆς θεοῦ Ἀφροδίτης (ἐν τῇ ἐπιγρ. Ἀφροδείτης) Ἐπιγρ. Ἀφροδισ. αὐτόθι 2821, 2822.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἀνθοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει άνθη, ανθισμένος
νεοελλ.
1. ανθοστόλιστος
2. το αρσ. ως ουσ. ο ανθοφόρος
α) βοτ. ο μίσχος του άνθους
β) έπιπλο όπου τοποθετούνται λουλούδια
αρχ.
1. αυτός που καλλιεργείται μόνο για τα λουλούδια ή παράγει μόνο λουλούδια, καλλωπιστικός
2. (για ιέρεια) αυτή που προσκομίζει στους θεούς λουλούδια.
Greek Monotonic
ἀνθοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που έχει λουλούδια, λουλουδάτος, σε Αριστοφ., Ανθ.