ἀποτρώγω: Difference between revisions
πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀποτρώγω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀποτρώγω:'''<br /><b class="num">1</b> [[обгрызать]], [[объедать]] (καρπόν, πτόρθους Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[откусывать]] (ὁρμιάν Arst.; τὴν [[ῥῖνα]] Luc.);<br /><b class="num">3</b> [[рыть до конца]], [[выкапывать]] ([[τᾶς]] αὔλακος Theocr.);<br /><b class="num">4</b> [[выманивать]] (μισθούς Arph.; μισθάριόν τινος Men.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:45, 25 November 2022
English (LSJ)
aor. 2 A ἀπέτρᾰγον Ph.1.224, Gal.6.864, D.L.9.27:— bite or nibble off, πτόρθους Eup.14; τὸ ἱππομανὲς ἀ. Arist.HA605a4; γλῶτταν Ph. l.c., cf. Gal. l.c.: metaph., μισθοὺς ἀ. Ar.Ra.367, cf. Men.303; ἀ. τὸ ἀπορηθέν 'gulp down', 'bolt' the difficulty, i.e. pass it by without trying to get at the heart of the matter, Arist.Metaph. 1001a2. 2 c. gen., nibble at, πόης Babr.46.6: metaph., τᾶς αὔλακος οὐκ ἀποτρώγεις, i.e. you don't gobble your swathe, Theoc.10.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. inf. ἀποτραγεῖν Ael.NA 1.4, part. ἀποτραγόντας Ph.1.224]
cortar a mordiscos, mordisquear esp. de animales πτόρθους ἁπαλούς los brotes tiernos Eup.13.2, αὐτὸ (τὸ ἱππομανές) Arist.HA 605a4, τὴν ὁρμιάν Ael.l.c., Plu.2.977c, Ath.277e, λίθους un parásito en un banquete, Alciphr.3.12.2
•de pájaros picotear τὸν καρπὸν ... τοῦ φοίνικος Plu.Nic.13
•de pers. y c. ac. de parte del cuerpo desgarrar, quitar de un mordisco τὴν γλώτταν Ph.l.c., D.L.9.59, cf. Gal.6.864, τὸν μυκτῆρα D.L.9.27
•fig. en rel. c. el discurso τοὺς μισθοὺς τῶν ποιητῶν ... ἀποτρώγει recorta a mordiscos los premios de los poetas (un orador) Ar.Ra.367, τὸ πρῶτον ἀπορηθὲν ἀποτρώγουσιν cortan de un mordisco la dificultad inicial (en vez de abordarla razonadamente) e.d. se la comen Arist.Metaph.1001a2
•c. gen. part. mordisquear, morder πόης Babr.46.6, cf. Sch.Nic.Th.389, μηδενὸς ἀποτρώγειν no probar bocado en un banquete, Ath.1e
•fig. ἀρχόμενος τᾶς αὔλακος οὐκ ἀποτρώγεις; al comenzar la jornada ¿no muerdes el tajo? Theoc.10.6.
German (Pape)
[Seite 332] (s. τρώγω), abbeißen, abnagen, essen von etwas, τινός Ath. I, 2 c; τᾶς αὔλακος, die Furche weiter ziehen, Theocr. 10, 6; τὴν ῥῖνα Luc. Hermot. 9; μισθάριόν τινος, abzwacken, Menand. B. A. 438, durch ἀφαιρεῖν erkl.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποτρώξομαι, ao.2 ἀπέτραγον;
ronger : πτόρθους PLUT brouter de jeunes pousses ; καρπόν PLUT déchiqueter un fruit en parl. de corbeaux.
Étymologie: ἀπό, τρώγω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτρώγω:
1 обгрызать, объедать (καρπόν, πτόρθους Plut.);
2 откусывать (ὁρμιάν Arst.; τὴν ῥῖνα Luc.);
3 рыть до конца, выкапывать (τᾶς αὔλακος Theocr.);
4 выманивать (μισθούς Arph.; μισθάριόν τινος Men.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτρώγω: μέλλ. -τρώξομαι: ἀόρ. β΄ ἀπέτρᾰγον, Διογ. Λ. 9.27: - ἀποδάκνω ἢ παρεσθίω τινός, κομάρου τε πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι Εὔπολ. ἐν «Αἰξὶ» 1· ἀπορτώγουσι τὸ ἱππομανὲς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 24, 9: μεταφ., μισθοὺς ἀπ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 367, πρβλ. Μένανδ. ἐν «Κυβερνήταις» 3· ἀπ. τὸ ἀπορηθέν, ἐπιπολαίως ἐξετάζω τὴν ἀπορίαν χωρὶς νὰ προσπαθήσω νὰ ἐμβαθύνω εἰς τὴν οὐσίαν τῆς ὑποθέσεως, Ἀριστ. Μεταφ. 2. 4, 23. 2) μ. γεν., τρώγω ἀπὸ τινος, τρώγω μέρος τινός, τῆς πόας ἀποτρώγων Βαβρ. 46. 6· μεταφ., τᾶς αὔλακος οὐκ ἀποτρώγεις, δὲν ἀποτέμνεις τοὺς ἐν τῷ ὄγμῳ σου στάχυς, δὲν πολυθερίζεις τὰ στάχυα εἰς τὸ αὐλάκι σου (ἐν τῷ θερισμῷ, πρβλ. αὖλαξ ΙΙ), Θεόκρ. 10. 6.
Greek Monolingual
κ. -τρώω (AM ἀποτρώγω)
αποτελειώνω το φαγητό μου
αρχ.
1. κόβω με τα δόντια, ροκανίζω
2. τρώγω αργά
3. κατατρώγω, σπαταλώ
4. διανοίγω
5. φρ. «ἀποτρώγω τὸ ἀπορηθέν» — εξετάζω επιπόλαια την απορία χωρίς να εμβαθύνω στην ουσία της υπόθεσης.
Greek Monotonic
ἀποτρώγω: μέλ. -τρώξομαι, αόρ. βʹ -έτρᾰγον·
1. κατατρώγω ή τσιμπολογώ με το ράμφος, σε Αριστοφ.
2. με γεν., τρώγω μέρος από κάτι, τσιμπολογώ· τὰς αὔλακας οὐκ ἀποτρώγεις, δηλ. δεν πολυθερίζεις τα στάχυα στο θερισμό, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
1. to bite or nibble off, Ar.
2. c. gen. to nibble at, τᾶς αὔλακος οὐκ ἀποτρώγεις, i. e. you don't get on with your swathe, in reaping, Theocr.