ἄνιππος: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0238.png Seite 238]] 1) unberitten, ohne Pferd, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0238.png Seite 238]] 1) unberitten, ohne Pferd, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[ἱππότης]] Soph. O. C. 908; Her. 1, 215; Ar. Nubb. 126. – 2) von Gegenden, für Reiterei untauglich, Her. 2, 108; entgegengesetzt [[ἱππάσιμος]] Aen. Tact. 8. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 18:58, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, A without horse, not serving on horseback, ἱππόται καὶ ἄνιπποι Hdt.1.215, S.OC899; without a horse to ride on, Ar.Nu.125, Plb.10.40.10; unable to ride, Plu.2.100a. 2 of countries, unsuited for horses, ἄ. καὶ ἀναμάξευτος Hdt.2.108, cf.Aen.Tact.8.4, D.H. 2.13.
Spanish (DGE)
-ον
1 de pers. que carece de caballo ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος Pi.Fr.52d.27, ἀλλ' οὐ περιόψεταί μ' ὁ θεῖος Μεγακλέης ἄνιππον Ar.Nu.125, cf. Plb.10.40.10, PSorb.12.2, 6 (III a.C.)
•como subst. soldado de a pie, infante ἱππόται δέ εἰσι καὶ ἄνιπποι ... καὶ τοξόται Hdt.1.215, cf. S.OC 899.
2 que no sabe equitación μηδὲ ἱππεύειν ἄνιππον Plu.2.100a.
3 de lugares difícil de atravesar a caballo Αἴγυπτος ἐοῦσα πεδιὰς πᾶσα ἄνιππος καὶ ἀναμάξευτος γέγονε Hdt.2.108, τόπος D.H.2.13, cf. Aen.Tact.8.4.
German (Pape)
[Seite 238] 1) unberitten, ohne Pferd, Gegensatz ἱππότης Soph. O. C. 908; Her. 1, 215; Ar. Nubb. 126. – 2) von Gegenden, für Reiterei untauglich, Her. 2, 108; entgegengesetzt ἱππάσιμος Aen. Tact. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n’a pas de cheval;
2 qui ne sert pas dans la cavalerie;
3 impropre à monter à cheval;
4 impraticable aux chevaux.
Étymologie: ἀ, ἵππος.
Russian (Dvoretsky)
ἄνιππος:
1) не конный, пеший Her., Soph., Arph.;
2) непроезжий для конницы (sc. χώρα Her.);
3) не умеющий ездить верхом Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνιππος: -ον, ὁ ἄνευ ἵππου, ὁ μὴ ὑπηρετῶν ἐν τῷ στρατῷ ὡς ἱππεύς, ἱππόται ... καὶ ἄνιπποι Ἡρόδ. 1. 215, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἱππότης, πάντα λεὼν ἄνιππον ἱππότην τε Σοφ. Ο. Κ. 899: ὁ μὴ ἔχων ἵππον ἵνα ἱππεύσῃ, «ὁ ἐστερημένος ἵππων» (Σουΐδ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 125: ἀνίκανος νὰ ἱππεύῃ, Πλούτ. 2. 100Α. 2) ἐπὶ χωρῶν ἢ τόπων μὴ ἐπιτηδείων πρὸς ἱππασίαν, ἄνιππος καὶ ἀναμάξευτος Ἡρόδ. 2. 108, πεζοὶ δὲ ὅπου τραχὺς εἴη καὶ ἄνιππος τόπος Διον. Ἁλ. 2. 13, 10.
English (Slater)
ᾰνιππος without horses cf. Bacch. 8. 15. ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος (a chorus of Keans speaks on behalf of their island) (Pae. 4.27)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄνιππος, -ον)
αυτός που δεν έχει άλογο ή άλογα
αρχ.
1. αυτός που δεν υπηρετεί στον στρατό ως ιππέας
2. ανίκανος για ιππασία
3. (για τόπο) ακατάλληλος και απρόσφορος για ιππασία ή για εκτροφή αλόγων.
Greek Monotonic
ἄνιππος: -ον, 1. αυτός που δεν έχει άλογο, που δεν επιβαίνει σε πλάτη αλόγου, σε Ηρόδ., Σοφ.· αυτός που δεν έχει άλογο για να ιππεύσει, σε Αριστοφ.
2. λέγεται για χώρες μη κατάλληλες για άλογα, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
1. without horse, not serving on horseback, Hdt., Soph.: without a horse to ride on, Ar.
2. of countries, unsuited for horses, Hdt.